Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Αν είχα τη δύναμη τη χώρα να αλλάξω...

Θα αποκαταστούσα το κοινωνικό συμβόλαιο κατά το Rousseau με περισσότερες μορφές άμεσης δημοκρατίας.
Θα επέβαλα στους πολιτικούς μας να αλλοτριωθούν από την ιδέα του Leviathan. Δεν αντιπροσωπεύουν αυτοί την ανώτατη δύναμη, αλλά υπόβαλλονται αυτής - "Non est potestas Super Terram quae Comparetur ei" (δεν υπάρχει καμία δύναμη στο κόσμο να συγκριθεί μαζί του).
Θα καθιέρωνα την απόλυτη ισότητα και ισοδυναμία της ψήφου κάθε πολίτη - απλή αναλογική σε άπασα την επικράτεια.
Θα ακύρωνα τη βάση του 3% ακόμα κι αν αυτό απαιτούσε συντακτική συνέλευση (αν θεωρηθεί ότι στην Ελλάδα επιβάλλεται από το γράμμα του άρθρου 1 παρ. 3 του Συντάγματος)
Θα φώναζα ότι η σημερινή Ελλάδα υπνώττει και ασελγεί στα διδάγματα του L'esprit des lois του Montesquieu - δε μπορεί να καταλάβει ότι η κυριαρχία δεν είναι κτήμα της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά υπερέχει αυτής.
Θα μοίραζα στο δημοτικό σχολειο την απόφαση Marbury v. Madison του ανωτάτου δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών για να εμπεδώσουμε από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας ότι πηγή κάθε εξουσίας στο κόσμο είναι η σύσσωμη θέληση των πολιτών να υπαχθούν στο νόμο.
Θα μείωνα τη βουλευτική αποζημίωση στο μέσο μισθό του δημοσίου υπαλλήλου. Το κίνητρο κάθε πολιτικού θα ήταν η προσφορά, όχι η αποκόμιση κερδών. Το επιχείρημα ότι με αυτό το τρόπο οι άριστοι δε θα επέλεγαν την πολιτική είναι εγγενώς εσφαλμένο: αν δεν την επέλεγαν, δεν είναι οι άριστοι για την πολιτική. Δεν είναι οι κατάλληλοι όταν απεμπολούν το δικαίωμα-υποχρέωση προσφοράς προς το κυρίαρχο κράτος και την κοινωνία για να εξασφαλίζουν την προσωπική τους ευημερία.
Θα διευκόλυνα την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον υπουργών. Κυρίως μετά το πέρας των καθηκόντων τους. Η ταχύτερη παραγραφή των αδικημάτων τους δεν έχει καμία δικαιοπολιτική βάση που να μπορεί να θεωρηθεί από το λαό ανώτερη από την αρχή της ισονομίας και της απόλυτης υποταγής όλων στο νόμο.
Θα έδινα στο νομοθετικό σώμα τη δύναμη που του αρμόζει. Ανεξάρτητο από την εκτελεστική εξουσία και υπόλογο μόνο στο εκλογικό σώμα. Πως; Διευκολύνοντας την εκλογή του βουλευτή με την απλή αναλογική.
Θα μπορούσα να προτείνω διαβούλευση για το αν το διαδίκτυο μπορεί πλέον να πραγματώσει το ιδεώδες της πόλης-κράτους του Rousseau με την απάλειψη/τροποποίηση της Βουλής. Δημόσια διαβούλευση, διάλογος και ψηφοφορία. Αν δεν υπάρχει απαρτία, τότε και μόνο τότε να μπορούσε να επιληφθεί του θέματος η αντιπροσωπευτική αρχή.
Θα απελευθέρωνα τους δικαστές από τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Πως; Εν μέρει υιοθετώντας το μοντέλο εκλογής τους από το λαό. Είναι εξουσία, εξουσία εφάμιλλη της εκτελεστικής και νομοθετικής. Και θα πρέπει να αρύονται τη νομιμοποίησή τους από το εκλογικό σώμα, αδιαμεσολάβητα.
Θα έκανα κάθε μέρα δημόσια ψυχανάλυση και ψυχοθεραπεία για να αποκαλύπτω τις προθέσεις μου, να απογυμνώνομαι, να ζω σε ένα γυάλινο κόσμο, να εκθέτομαι στον ύψιστο βαθμό.

Θα, θα, θα, θα, θα... Θα γινόμουν λαϊκιστής. Η ειρωνεία κι η αυτοαναίρεση είναι τόσο προφανείς που περιττεύει κάθε ανάλυση.

Περισσότερο απ' όλα, αυτό που η πολιτική ψυχολογία καλείται ν' απαντήσει είναι το ακόλουθο ερώτημα: ποιός παράγοντας διαστρέφει τις καλές προθέσεις όσων πολιτεύονται; ποιά στιγμή συμβαίνει αυτή η διαστροφή: άμα τη αναλήψει της εξουσίας ή στο δρόμο προς αυτήν; Υπάρχει σωτηρία; υπάρχει δυνατότητα να επιτυχεί ο πολιτικός μόνος του την αυτοκάθαρση; να καταλάβει ότι πορεύεται σε λανθασμένη ατραπό; Να αλλάξει συμπεριφορά παραδεχόμενος τη διαφθορά του; υπάρχει έστω μία φορά περίπτωση να απολογηθεί, να δώσει λόγο;

Το ελληνικό κράτος δε γεννήθηκε από το δυτικό διαφωτισμό. Αυτός είναι ο πλέον διαδεδομένος αστικός μύθος της ψευδούς ταυτότητας του έθνους μας. Αν είχαμε κατ' ελάχιστο βαθμό υιοθετήσει τη δυτική νοοτροπία, τουλάχιστο θα αγαπούσαμε το κράτος μας. Αυτό το κράτος κι αυτή η πολιτική ζωη είναι μείγμα ραγιαδισμού, άρνησης, απραξίας, εγωισμού. Και λησμονιάς. Η 'χώρα' που γέννησε τη δημοκρατία πόρρω απέχει από ένα λειτουργικό και σύγχρονο μοντέλο αυτής.

Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις μου ήταν μία υπενθύμιση από φίλο ότι ακόμα κι οι πιο λαϊκιστές ηγέτες μπορούν να παράγουν ενίοτε σκέψεις δυναμικές: αναφέρομαι στο Γιώργο Καρατζαφέρη και την πρότασή του τον Μάη να μείνει η Βουλή ανοιχτή για όσο καιρό χρειάζεται προκειμένου να μην παραγραφούν εγκλήματα που αφορούν υπουργούς. Ο Καραμανλής δεν τον άκουσε. A posteriori, όλα μοιάζουν τόσο προφανή, τόσο επίπλαστα, τόσο αισχρά.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Σαφές στίγμα-Κόμμα λαϊκό

Η βάση της Νέας Δημοκρατίας που κινητοποιήθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό (δεδομένου του πρωτόγνωρου του εγχειρήματος και της απογοήτευσης από την πρόσφατη εκλογική συντιβή) έδωσε πλέον σαφές πολιτικό στίγμα στο κόμμα: λαϊκός, πατριωτικός αυτοπροσδιορισμός, όπως εκφράζεται από το σύνολο των ποσοστών Σαμαρά και Ψωμιάδη. Με την ελπίδα ότι οι φιλελεύθερες φωνές δε θα απομονωθούν, αλλά θα αποτελούν σταθερά συνιστώσα της κεντροδεξιάς παράταξης, η Νέα Δημοκρατία οφείλει τώρα να ολοκληρώσει την επίπονη ενδοσκόπηση και να αντιληφθεί τι ήταν αυτό που την οδήγησε στην απαξίωση του ευρύτερου εκλογικού σώματος. Ο Αντώνης Σαμαράς έχει καθαρό πολιτικό λόγο, οφείλει όμως πλέον να διαμορφώσει μία πλατφόρμα κυβερνητική που να καλύπτει πολιτικές σε πλείονες τομείς πέρα των εθνικών.

Κυρίως, όμως, πρέπει να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ και να στηρίξει τις δυσάρεστες πλην αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και στις περικοπές των δημοσίων εξόδων. Επαναλαμβάνω με περισσή έμφαση ότι ο μόνος δρόμος που μπορεί να διευκολύνει την άσκηση μίας μακροπρόθεσμα ανεξάρτητης, ευέλικτης εθνικής πολιτικής για τη χώρα μας είναι η εξυγίανση των δημοσιονομικών της και η εδραίωση μίας ανταγωνιστικής οικονομίας. Με τη χώρα μας να βρίσκεται σταθερά τα τελευταία έτη ανάμεσα στις 30 πιο εύρωστες οικονομικά χώρες του κόσμου (από άποψης ΑΕΠ κατ' απόλυτο αριθμό και κατά κεφαλήν εισoδήματος) παρά τις διαχρονικές δομικές αδυναμίες της, είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν οι δυνατότητες με μία εξορθολογισμένη οικονομία να καταστεί η Ελλάς ακόμα πιο ισχυρή. Ανεξάρτητη δε εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να επιτευχθεί όταν το Δημόσιο δεν μπορεί να δανειστεί για να καλύψει τα χρέη του, όταν το έλλειμμα φτάνει σε δυσθεώρητα ύψη, όταν το χρέος αυξάνεται με πιο γρήγορους ρυθμούς από το ΑΕΠ.

Ο Δεκέμβρης είναι μήνας ορόσημο για τα εθνικά θέματα, ειδικά σε ό,τι αφορά στην Τουρκία και στην πΓΔ της Μακεδονίας. Χωρίς τη στήριξη Σαμαρά είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει ο πρωθυπουργός να εμμείνει στην πολιτική Καραμανλή ότι ένταξη πριν τη λύση δεν μπορεί να υπάρξει. Ένταξη με το προσωρινό όνομα fYR of Macedonia ουσιαστικά θα αποτελεί ομολογία ήττας κι ένδειξη σύγχυσης, ένα πισογύριμα που η χώρα δεν μπορεί να αντέξει, αφού θα ακυρώσει το όποιο σημασιολογικό και πρακτικό περιεχόμενο της στάσης Καραμανλή στο Βουκουρέστι, θα δώσει δε λαβή στους συμμάχους να μας πιέσουν για περισσότερες και πιο επίπονες υποχωρήσεις.

Επειδή πίσω από το δάχτυλό μου δεν κρύβομαι, προσωπικά προτιμούσα τη Ντόρα Μπακογιάννη για αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας. Η γοητεία του μετριοπαθούς profile της και το φιλελεύθερο στοιχείο στον πολιτικό της λόγο την έκαναν να φαντάζει στα μάτια μου πιο ικανή να προσελκύσει μία κρίσιμη για το εκλογικό αποτέλεσμα μάζα ψηφοφόρων που αυτοτοποθετούνται στο ακομμάτιστο κέντρο. Όμως πλέον είναι επιτακτική ανάγκη όλοι οι φίλοι της παράταξης να κρίνουμε in futuro τον Αντώνη Σαμαρά ως πρόεδρο και δυνάμει Πρωθυπουργό, κι όχι in retrospect ως αποστάτη. Η Νέα Δημοκρατία δημοκρατικά αποφάσισε να συγχωρήσει τον Μεσσήνιο πολιτικό. Η ιστορία έγραψε ότι τότε κινήθηκε επιπόλαια και ανώριμα (όπως κατέδειξε και η μειωμένη ανταπόκριση της Πολιτικής Άνοιξης στην ελληνική κοινωνία), όμως κι ο ίδιος με την επιστροφή του στη Νέα Δημοκρατία ουσιαστικά ομολόγησε το εσφαλαμένο της κίνησής του. Κι η αλήθεια είναι ότι υπήρξε από τους ελάχιστους υπουργούς της Κυβέρνησης Καραμανλή τελευταίως που πολιτεύθηκε με πίστη στο δόγμα 'ταπεινά και σεμνά'. Bonne chance Antoine, και φρόντισε την πολυσυλλεκτικότητα της παράταξης. Εξαιρετικά αφιερωμένο στον Μεσσήνιο ηγέτη το ποίημα του Πατρινού ποιητή Κωστή Παλαμά:
Ὁ γκρεμιστής

Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατὶ εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, ποταμοὶ καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Η ανάγκη για ενότητα δεν είναι ρητορική...

Rhetoric για να περνά η ώρα. Ιδέες ατάκτως ερριμμένες, πομφόλυγες για ενότητα την ώρα που οξύνονται οι αντιθέσεις. Η ιστορία της Νέας Δημοκρατίας αλλά και γενικότερα του Λαΐκού Κόμματος από ιδρύσεώς του (Γούναρης το 1920), έχει αποδείξει ότι η ενότητα δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός, ούτε και δεδομένη για την κεντροδεξιά στη χώρα μας. Μόνο τα τελευταία χρόνια, ας θυμηθούμε τη ΔΗΑΝΑ, την ΠΟΛΑΝ, το ΚΕΠ.

Αυτό που απουσιάζει μάλιστα από αυτή την βραχεία προεκλογική περίοδο είναι η ουσία της πολιτικής. Είναι απογοητευτικό για το κόμμα που εκφράζει μιά ιδεολογία που ιστορικά δικαιώθηκε τον 20ο αιώνα να μην ακούγεται πραγματική κουβέντα για το μέλλον του ιδεολογικού στίγματος της παράταξης. Έννοιες όπως κοινωνικός φιλελευθερισμός ή κοινωνία των πολιτών είναι κενές περιεχομένου αν δεν αναλύονται στις επιμέρους συνιστώσες τους, αν δε νοηματοδοτούν συμμετοχικές διαδικασίες στην εποχή του διαδικτύου, της αμεσότητας της πληροφορίας, της αποκαθήλωσης των ηγετών.

Εν προκειμένω, πώς ευαγγελίζεται η μία πλευρά την προσέγγιση του μεσαίου χώρου; Ποιά χαρακτηριστικά πολιτικής εγγύτητας θα προβάλλει; Τι εννοεί η άλλη πλευρά ότι πρέπει να γυρισούμε στις βάσεις μας; Ποιές είναι οι βάσεις της Νέας Δημοκρατίας άλλες από την πολυσυλλέκτικότητα και το άνοιγμα σε κάθε άξιο πολίτη που μπορει να προσφέρει και μοιράζεται ένα όραμα για μία Ελλάδα ισχυρή κι ανεξάρτητη; Πώς εννοεί η κάθε πλευρά τον όρο πατρίδα; Είναι καταστατικός όρος της Νέας Δημοκρατίας να ενδιαφέρεται για την ευημερία του έθνους. Πώς το ορίζει κάθε μεριά; Ποιές θα είναι οι προτεραιότητές τους όταν αναλάβουν την ηγεσία του κόμματος;

Φτάσαμε σε ένα σημείο που οι βιομήχανοι είναι πολύ πιο ευεπίδεκτοι προτάσεων του ΠΑΣΟΚ και αρνητικοί προς τις πρωτοβουλίες της Κεντροδεξιάς. Πώς κύριοι και κυρία υποψήφιοι θα καταφέρετε να αναδείξετε αυτό που ανάμεσα στα άλλα πρεσβεύει το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, ότι η πλουτοπαραγωγική αξία του κεφαλαίου είναι η κινητήρια δύναμη του συστήματος της οικονομίας και πρέπει να ενισχύεται με θετικά μέτρα από το κράτος; Και πότε θα γνωστοποιήσετε τη στρατηγική σας για την επαναπροσέγγιση με τον κόσμο που μαζικά αποδοκίμασε τις πολιτικές σας στην πράξη;

Η αδυναμία έκφρασης πολιτικού λογου σε αυτή τη στιγμή καθιστά ανάπηρη και εγγενώς θνησιγενή την εκλογή του μελλοντικού αρχηγού. Οι συντηρητικοί της Βρετανίας, μετά από πολλά χρόνια, ετοιμάζονται για την εξουσία, αλλά με σαφη πρόγραμμα, με προτεραιότητες και στρατηγική. Στα καθ' ημάς, προφανώς ένα μήνα μετά την απώλεια της εξουσίας δεν υπάρχει λογική στην παρουσίαση κυβερνητικού προγράμματος, αλλά δεν γίνεται λόγος ούτε καν για προτάσεις.

Είναι λυπηρό τα επιχειρήματα κάθε πλευράς να φτάνουν πίσω στο 1993 ή να στοχεύουν συγγενικά πρόσωπα υποψηφίων. Κι αυτό συμβαίνει για δύο βασικούς λόγους: επειδή ποτέ δεν εξηγήθηκε το 1990 ποιά ήταν η κινητήρια δύναμη για την πολιτική σταδιοδρομία της Ντόρας και ποτέ δεν αναλύθηκε πριν την επανατοποθέτηση Σαμαρά στα κομματικά ψηφοδέλτια ποιά ήταν τα πραγματικά αίτια που τον οδήγησαν να συνδέσει τ' όνομά του με μία από τις πιο μελανές στιγμές του κοινοβουλευτικού μας συστήματος τα τελευταία 20 έτη. Χωρίς συζήτηση, με όχημα την πολιτική κληρονομιά τους και τη δύναμη τους στις τοπικές κοινωνίες, και οι δύο πορεύτηκαν έως τώρα χωρίς να εξηγήσουν τί το μοναδικό κομίζουν στα πολιτικά της χώρας μας.

Είναι λυπηρό, ένα μήνα μετά την παράδοση της εξουσίας, η αξιωματική αντιπολίτευση να παρακολουθεί βωβή τα τεκτενόμενα στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας. Η νέα κυβέρνηση, απαρτισμένη από τεχνοκράτες και ολίγον τι από πολιτικούς, με ράθυμους ρυθμούς πορεύεται στη λογική της μη σύγκρουσης, κυρίως με την ΕΕ. Ο νέος πρωθυπουργός κρατά το χαρτοφυλάκιο των εξωτερικών υποθέσεων της χώρας, απουσιάζει μονίμως από το εσωτερικό, και χωρίς να υπάρχει το κατάλληλο momentum καλλιεργεί κλίμα δυναμικής εξωτερικής πολιτικής που όμως δε φαίνεται από πουθενά ότι θα εκδηλωθεί/στηριχτεί με πράξεις και τομές. Σε αντίθεση με την κοινή λογική και τον κοινό τόπο στις πολιτικές ελίτ της χώρας μας, έχω την πεποίθηση ότι το Ελσίνκι υπήρξε η ιστορική ταφόπλακα του ελληνισμού και της ρωμιοσύνης. Είναι επικίνδυνο να έχουμε εμπιστευτεί για δεύτερη φορά την τύχη των εξωτερικών της Ελλάδας στον ίδιο άνθρωπο. Και η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη, αντεπιχείρημα, συρρικνώνεται και συρρικνώνει και τις ελπίδες των φίλων της. Ακέφαλο το κόμμα, ανύπαρκτη σκέψη. Μακάρι να είναι απλά θέμα χρόνου, να οφείλονται όλα στις εσωκομματικές διαδικασίες που καταναλώνουν την ενέργεια των υποψηφίων. Όμως η Νέα Δημοκρατία έχει καταστατικό αρχηγό, πληγωμένο αλλά ζωντανό. Δεν υπάρχουν πολιτικοί θάνατοι, μόνο παραίτηση από την πολιτική. Σωπαίνει ο Καραμανλής, και μαζί σωπαίνει κι όλη η παράταξη.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Framing the Name Dispute: Greece v. Republic of Macedonia

CONFLICT OVERVIEW
Greece v. Republic of Macedonia: The Name Dispute

I. Definition of Conflict and Parties
The epicentre of the aforementioned conflict is the use of the name Macedonia by the Republic of Macedonia (hereinafter, ‘RoM’) as its post-1991 constitutional name. Following its peaceful secession from the Socialist Federal Republic of Yugoslavia in September 1991, RoM sought international recognition and admission in international organizations under its constitutional name. Greece ever since opposes RoM’s use of the term Macedonia invoking lack of disambiguation between it and the adjacent Greek region of Macedonia. Moreover, Greece also objects to an unequivocal use of the term Macedonian for the main ethnic group and language of RoM. In international fora, as well as in relations involving states which do not recognise the constitutional name, it is the provisional reference the former Yugoslav Republic of Macedonia (FYROM) that is currently used to designate RoM pending settlement of the dispute. Greece has extended the battlefield of the conflict in the international arena stating expressly that it will not accept the admission of RoM to the EU and NATO, until the name dispute is resolved.

This is a strictly bilateral conflict between Greece and RoM and had it not been for the strong Greek objections before international fora-that actually halt the Euro-Atlantic aspirations of RoM-this dispute would not have triggered such attention from the international community. Within Greece, there is an ultra right-wing parliamentary party-that has recently augmented its popularity in the Greek region of Macedonia-calling for a ‘historical equitable’ solution to the dispute (excluding the term Macedonia) and exerting pressure to mobilize the nationalistic reflexes of the Greek population. Nevertheless, the vast majority of the population as a whole, as well as particularly in the Greek region of Macedonia, are consistent voters of the major two parties that have formed the administrations negotiating this issue for the last two decades and have adopted a rather compromising approach openly renouncing extremists approaches.

Although there seems not to be an important fraction within the Greek state having a distinct approach on the dispute, this is not the case for RoM. The latter experienced a civil war in 2001 between its main constituencies, namely the profoundly Slav-Macedonian majority and a considerable Albanian minority. Under the new constitution of 2001 that was the outcome of a cease-fire compromise (Ohrid Agreement), the Albanians now enjoy increased privileges in the state’s institutions, whereas it is also the practice that the dominating Slav-Macedonian party will form a governmental coalition with one of the Albanian parties. The Albanian constituency of RoM pushes for a speedy resolution of the name dispute, since its main concerns are focused on the welfare of its people that it can be achieved through admission to NATO and EU. Albanians of RoM largely regard the conflict as a historical battle of the Slav-Macedonian constituency, but have no particular sympathy for their claims.

Bulgaria is also an interested party, although it does not play any significant role in the negotiations. Bulgaria historically has been involved in the dynamics of the area and had exercised sovereignty over different time periods within the last two centuries over the greater Macedonia region (comprising nowadays territories in Greece, Bulgaria, Albania and RoM). Moreover, Bulgarian authorities consider a significant part of RoM’s Slavic population to be of Bulgarian origin and sporadically interfere with RoM’s internal affairs.

EU and NATO are also significant third parties in this dispute, taken into account their enlargement agendas and respective RoM’s Euro-Atlantic aspirations, but there is no common perspective among their member-states. Moreover, being effectively in a strong position in both EU and NATO due to the veto power, Greece can influence the dynamics within these fora. US is a strong adherent for the accession of RoM in the NATO alliance and tries to facilitate resolution of the conflict by exerting pressure to both sides to overcome this dispute and, especially to Greece not to further oppose RoM’s Euro-Atlantic integration (as evidenced, i.e., by the US position in the April 2008 Bucharest Summit of NATO favouring an invitation to RoM ). However, it must be stressed that both the US and EU were signatories of the Ohrid Agreement as guarantors for its implementation. The said Agreement contemplates that RoM will pursue its admission in the Euro-Atlantic institutions and underscored the importance of maintenance of security and territorial integrity of the state.

II. Perspectives
(i) Framing of the conflict
RoM sees this dispute as a fundamental challenge of its ethnical identity. It perceives that Greece is not opposing only to the name of the country per se, but to the existence of an independent ethnical Macedonian group, as well as a discrete Macedonian language. To this end, it further claims that Greece’s intention is to negate the right to self-determination to people with a Macedonian conscience and ultimately associate the term Macedonia only with reference to Greece.

Nevertheless, Greece apparently frames the dispute in other terms. It cites irredentist references in the school textbooks of the neighbouring Republic calling for a United Macedonia, as well as fierce speeches made by RoM’s politicians, to substantiate its claim that the name dispute is only the top of the iceberg. Greece considers RoM to be a potential threat to the territorial integrity of its homonymous northern district and raise security questions correlated with the alleged attempted usurpation of the Macedonian name.

(ii) Positions
RoM claims that its main constituent ethnic group is Macedonian in ethnicity and, therefore, they have every right to claim unequivocally the name Macedonia for their state, a significant territorial part of which falls within the historical geographical boundaries of the broader region of Macedonia. RoM considers its official language a discrete Macedonian language, totally distinguishable from the Slavic family of languages. Moreover, RoM claims that under the well recognized principle of self determination in the realm of public international law, the sovereign people of RoM have the right to designate themselves at their own discretion and cannot tolerate such an absurd intervention of another country in their internal affairs. To this end, RoM seeks for global recognition and participation in the international fora under its constitutional name. To placate Greek concerns, RoM’s public authorities have introduced the ‘double-formula’ argument and have expressed their will to negotiate a different name with regard to bilateral communications with Greece on the condition that this name shall not be used before international fora. RoM is also of the opinion that the name dispute should not hinder its accession in international organizations and cites the 1995 Interim Accord between the two states mandating Greece not to object to any application by RoM so long as it uses only the appellation set out in “paragraph 2 of the United Nations Security Council resolution 817” (i.e. “former Yugoslav Republic of Macedonia”). RoM also perceives the Greek blockade to its NATO application as an attempt of Greece to influence the outcome of the negotiations taking actions from position of power.

On the other hand, Greece fights for one composite appellation (including the term Macedonia as a purely geographical qualification) erga omnes, i.e, to be used in all international and intergovernmental exchanges, and be also to be designated in the RoM passports. Although Greece had a more robust position in the original phases of the dispute (when it refused any use of the term Macedonia with regard to the designation of the country, its people or their language), it is now more willing to address the self-determination concerns of its neighbours. Nevertheless, Greece refers to the works of academia highlighting that the so-called Macedonian language is only a dialect of Bulgarian and that the major ethnic group is of pure Slav origin and objects their undisambiguated characterization as Macedonian. However, Greece has explicitly stated that it will exercise its veto right to block the Euro-Atlantic aspirations of RoM until the name dispute is permanently resolved, since the overall RoM’ attitude so far is clearly infringing upon the principle of good neighbourly relations.

(iii) Interests
It is apparent that RoM’s main interest comprises the fundamental need for establishing a coherent national identity. Having been in the realm of Slavic influence from Bulgaria and Serbia, RoM now strives to identify itself independently of any other neighbouring country. Calls for protection of an ethnic Macedonian minority in Greece, despite being unsubstantiated by Greek Statistical Services and denied by Greece , are not irrelevant with the name dispute, although they are mostly targeting an internal audience. It is apparent that any major concession that could hurt the nationalistic sentiments of RoM’s population would directly destabilize the current administration that had run an aggressive, nationalistic campaign. RoM also wishes to address property right of its nationals that fled from Greece following the end of Greek civil war in 1949, in the fear of retribution by the Greek state, since they had fought in the side of the Communists in favour of an independent Macedonian State. Not to be underestimated, the term Macedonia is well recognized worldwide and bears a strong reputation with regard to its historical connotations to ancient Macedonia and the Empire of Alexander the Great. RoM has been engaged in a intensive cultural and historical campaign to associate itself with the ancient people of Macedonia (including inter alia erection of statues of Alexander the Great and his father Phillip II in Skopje, renaming of its main airport after Alexander, renaming of the main highway to Greece –included in the Official Pan-European Corridor X and partly funded by Greece- as “Alexander of Macedon”, renaming of the main sports stadium in Skopje after Philip II, etc).

Greece’s main interests lie mainly in the fields of national security and territorial integrity. Having experienced a civil war after the end of World War II, where following Moscow’s orders Greek and Slav Communists fought for an independent Macedonian state, Greece fears that nationalistic trends could once more emerge in its northern borders. Moreover, Greece also appreciates the distinctive character of the term Macedonia and hosts in its territory many historical sites and monuments associated with ancient Macedonians. To this end, Greece needs to secure that the official, to be internationally used, name of RoM will not lead to a monopolization of the term Macedonia. Greek government also needs to save face internally, where the population remains sensitive on issues of historical conscience and regards the attempted ‘Antiquisation’ of RoM as an infringement of its own cultural heritage. Although the current dynamics on the ground facilitate a compromise, it should not be forgotten that more than a million people had publicly participated in the 1992 and 1994 ‘Rallies for Macedonia’ protesting for the RoM’s positions (analogous huge demonstrations were organized by the Diaspora in Australia and the US).

Common interests: It comes without doubt that maintaining peace and security in the turbulent region of southern Balkans is an important concern for both parties. Greece has not experienced a warfare or an open dispute of its borders since 1949 (end of civil war), while RoM was savaged by an eleven-month civil war in 2001. It should be stressed that despite political tension, there has been no indication whatsoever that a military confrontation could be an alternative to the dispute. Greece has not openly discussed the issue, but it is also clear that a failure of the Ohrid Agreement resulting to a possible dissolution of RoM to two more ethnically clean states (a Slavic-Macedonian and an Albanian state) would not serve its geopolitical interests, since the Slavic part would be more vulnerable to pressures exercised from Sofia and Belgrade, while the Albanian State could further augment the dynamics of the Albanian ethnic groups envisaging the creation of a Greater Albania (comprising Albania, Kosovo and the RoM’s Albanian part). In this respect, both countries have an interest in promoting RoM’s accession in NATO and EU that could stabilize the political situation in a secure environment and create economic growth opportunities. However, it is apparent that RoM’s weighs its interest on joining EU and NATO as far more important than Greece and RoM considers this perspective an urgent need that is highly prioritized in its political agenda.

Moreover, both States have maintained strong economic relations with foreign investment in RoM from Greece being at the top of the list for capital investments and amounting to a net of 1 billion euro and some 10,000 new jobs. At the same time, Greece and RoM have signed a Free Trade Agreement that has led Greece to be the second largest trading partner of RoM in 2008.

(iv) Alternatives
The parties have engaged in negotiations under the UN auspices for the last two decades under intense international attention that have, however, led to a stalemate that so far obstructs the Euro-Atlantic aspirations of RoM. Nevertheless, the recent report of the EU Commission strongly endorsing the commencement of accession talks with RoM stipulated enthusiasm in RoM and might generate the perception that EU can exert pressure to Greece not to make further use of its veto power. At the same time, RoM is nowadays recognized by many of the major global forces with its constitutional name (four of five permanent Security Council members, except France) and a considerable number of other countries. To this end, RoM’s BATNA consists of the following elements: (a) carry on an intensive campaign to increase the number of countries recognizing it under its constitutional name; (b) let the member-states of EU and NATO facilitate RoM’s accession under the provisional reference FYROM by pressing Greece to comply with its obligations under the Interim Accord; and (c) wait for the outcome of the complaint it filed with the International Court of Justice with regard to the alleged unlawful exercise of veto by Greece in the NATO Bucharest Summit in April 2008. However, considering that even under strong pressure from the US administration, Greece managed to block an invitation in Bucharest, this BATNA is not strong enough to secure the positive outcome with regard to RoM’s admission in EU and NATO. Moreover, to maximize its BATNA, RoM must diligently show to the international community that it negotiates in good faith with Greece and, therefore, is legitimized to ask for the sympathy of its allies. It should, therefore, withdraw from the bilateral negotiations only and if it is accepted in both EU and NATO under its constitutional name.

After the Bucharest paradigm though, it is apparent that Greece will not hesitate to block all future applications of RoM to join the Euroatlantic institutions. Greek policymakers believe that the political situation within the Republic of Macedonia is not solid (given the impatience shown by leaders of the Albanian constituency ) and see that calls for early admission to NATO and EU could create incentives for concessions from the Macedonian side. For Greece, who has seen a number of countries lately renouncing the recognition of RoM under its constitutional name and returning to the use of the provisional reference FYROM, the BATNA is to stall all future accession of RoM to international organizations through consultation with other member-states and only in extremis by an exercise of its veto right, and re-initiate a robust and intensive campaign addressing the national security concerns created by the alleged RoM’s propaganda. Nor Greece’s BATNA, however, is relatively strong enough, taking into consideration that a negative and defensive approach on this issue will not be tolerated for long by its allies, especially if the internal situation in RoM destabilizes once again. Greece has no particular incentive to abstain from negotiations; on the contrary, the only acceptable time for Greece to withdraw from negotiation would be upon the non-possible incident of a publicly announced territorial claim from the RoM side that could justify a shift of Greece’s BATNA to a more robust response that could even trigger use of its excess military power.

III. Relation-Building and Legitimacy
As already noted, this conflict has not prevented the two countries from engaging into trade and investment schemes of substantial level (especially from Greece), although it has generated a great deal of political and academic debate on both sides. Despite tension, the parties have always been in contact since 13 September 1995, when they formalised bilateral relations in an Interim Accord signed in New York and committed to continuing negotiations on the naming issue under UN auspices. Currently the UN sponsored negotiations are led by Mediator Matthew Nimetz of US (replacing Secretary Cyrus Vance), who was appointed in December 1999 by Kofi Annan as the Personal Envoy of the UN Secretary-General for the Greece-FYROM talks. Negotiations had been intense the last years and it had been hoped that a mutually acceptable solution could have been achieved before NATO’s Summit in Bucharest in April 2008. Nevertheless, RoM did not receive an invitation to join the alliance and in their public statement NATO members announced that the reason was the inability of the parties to find solution in this name dispute. However, Greece and all NATO states agreed that an invitation will be extended as soon as negotiations are concluded. This generated an abrupt reaction from RoM that sued Greece before the International Court of Justice for violating the 1995 UN-brokered Interim Accord. Although Greece has not officially lodged its Counter-Memorial yet, it maintains that RoM has not been negotiating in good faith and, hence, had first violated the provisions of the Accord, thus, nullifying its legality. Greek also maintains that no veto was officially lodged in Bucharest, but there was rather no consensus among the allies on the RoM invitation issue, a thesis reiterated and confirmed by the former NATO secretary general Jaap de Hoop Scheffer.

It is rather doubtful whether the use of objective criteria could drastically improve the negotiations procedure at this time. To begin with, historical truth and social sciences could play a role in the determination of the character of the ethnicity and language of the majority group of RoM, but both sides can claim a significant number of contradictory scientific conclusions on this aspect. The international norm of self determination seems to favour RoM’s pursuit to define independently its state name. However, the Greek government ascertains that same right applies to citizens of the Greek district of Macedonia that claim their right to be called Macedonians. Lastly, principles of equity and fairness could not strengthen the position of either side. It is apparent that the weakest party both in military and economic terms is RoM, which is further prevented by Greece from joining EU and NATO. However, the alleged irredentist and nationalistic claims of RoM balance the fairness criteria and increase international understanding of Greece’s security concerns.

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

Το ζητούμενο είναι τι θέλει η Παράταξη

Η μεγάλη διαφορά από το ΠΑΣΟΚ, η ισχνή επίδοση του ΛΑΟΣ και η ομολογουμένως παταγώδης αποτυχία να προσελκυστεί ο μεσαίος χώρος κάνει επιτακτική την ανάγκη για τη Νέα Δημοκρατία να εκλέξει αρχηγό της τη Ντόρα Μπακογιάννη. Στα 'ευώνυμα' του Καραμανλή, σε αντίθεση με τον Αντώνη Σαμαρά που κείται στα δεξιά του, συγκεντρώνει μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού για τη φιλελεύθερη παράταξη.

Ο Σαμαράς, με εγνωσμένη τη ρητορική του δεινότητα και την πατριωτική του διάθεση, θα ήταν ιδανικός αρχηγός στην περίπτωση που το εκλογικό σώμα αποφάσιζε να δείξει τα συντηρητικά αντανακλαστικά του. Ο ελληνικός λαός εμφανώς μετατοπίστηκε προς τα κεντροαριστερά και η Νέα Δημοκρατία οφείλει γα λόγους αυτοσυντήρησης να ακολουθήσει τις επιταγές του εκλογικού σώματος. Γι' αυτό και πιστεύω ότι παρά την αύξηση του ποσοστού του, το ΛΑΟΣ είναι κι αυτό χαμένο στις σημερινές εκλογές και σταδιακά θα συρρικνωθεί σε πολύ μικρότερα ποσοστά.

Μία ακόμη παρατήρηση: είναι τουλάχιστο γελοίο για μία σοβαρή χωρά να πολιτεύεται ο επί πέντε έτη αρχηγός της ΕΥΠ. Ο άνθρωπος που ξέρει τα κρατικά μυστικά καλύτερα από τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Στα λιγότερο προηγμένα κράτη υπάρχει νομοθετικη απαγόρευση για τέτοιου είδους υποψηφιότητες. Στα ανεπτυγμένα κράτη κάτι τέτοιο θεωρείται περιττό. Στην Ελλάδα, μία απόφαση αντικατάστασής του στάθηκε αρκετή για να γεμίσει αυτόν τον άνθρωπο με τόση πικρία για να προδώσει κι αυτός τον Πρωθυπουργό που τον επέλεξε σε μία τόσο ευαίσθητη θέση. Ουδείς αγνωμονέστερος του ευεργετηθέντος...

Και τέλος μια σημείωση για τους τίτλους τέλους του Κώστα Καραμανλή, ενός ανθρώπου που ενέπνευσε ελπίδα το 2004, αλλά κάτι η αδράνεια, κάτι η υπερβολική χρηστότητα, η πίστη στις δημοκρατικές διαδικασίες και η εμμονή στο διάλογο τον εμπόδισαν να εκπληρώσει τις προσδοκίες που καλλιέργησε. Στις δηλώσεις του σήμερα το βράδυ τόνισε ότι το αποτέλεσμα τον ωθεί στην παραίτηση, επειδή μόνο του σύμμαχος όλα αυτά τα χρόνια ήταν η σχέση εμπιστοσύνης με το λαό, γεγονός που ισχύει στο ακέραιο. Όμως, οφείλει ως ηγέτης να αντιληφθεί ότι η δική του συμπεριφορά κι ο ανεξήγητος λόγος για τον οποίον έπρεπε να γίνουν τόσο γρήγορα οι εκλογές ήταν η κύρια αιτία που διέρρηξε οριστικά αυτή τη σχέση. Άλλωστε, δεν είναι λογικό μια διαφορά 4 μονάδων να ανοίγει στις 10 σε λιγότερο από τέσσερεις μήνες.

Fletcher Alumnus leaves Office-The new day of Greek Conservative party

It was March 7, 2004, when an unexpected triumph for the centre-right party of New Democracy took place, setting an end to the reign of the Socialists (PASOK) in Greece, who had run the country for twenty years after 1981. Fletcher PhD holder, Constantinos Karamanlis was the Prime Minister who led the country to the 2004 Olympic Games and undertook an extensive reformative agenda in the fields of education, public administration and energy policy. He managed to pass laws with regard to the restructuring of the Greek -exclusively public- Universities and Public administrative services under the strong objections of the opposition who encouraged general strikes by the labour unions. He also promoted a 'Non-aligned'-style approach in the energy policies and tied Greece with the Russian interests in respect to the Burgas-Alexandroupoli pipeline. Following pressure from the public opinion polls, he resisted to the US pressures as regards the admission of the Former Yugoslavian Republic of Macedonia in the NATO alliance (although a 'veto' was not officially lodged contrary to the erroneous perception), a development that further deteriorated the US-Greek relations. Nevertheless, one of his major achievements that cost him his re-election today, was the fact that he expressly refused to co-operate with the right-wing party of LAOS, putting aside a scenario of extremists assuming cabinet positions in order to simply prolong a slight parliamentary majority.

George Papandreou will be his successor in the Maximou Mansion being a 3rd generation Prime Minister, following his father Andreas Papandreou and his grand-father Georgios Papandreou. He holds a dual nationality (US-Greek) and has studied several years in the US. He proposed a new financial policy and a reformation of the tax system, imposing higher taxes on banks and corporations, as well as individuals with incomes exceeding $45,000. Although Greece had until 2008 experienced high growth rates (substantially higher than the EU average) and historical low levels of unemployment (7% in 2007 for a country facing 15% unemployment in 1994), George Papandreou accused the previous administration's policies for the economic turmoil that hit Greece this year and entered into promises to various social classes that is really doubtable whether he will be able to live up to them.

The Greek Conservative Party, New Democracy, will now face a Congressional Meeting that will lead to the appointment of the new party's leader, after the resignation of Constantinos Karamanlis following the devastating loss of today's general parliamentary elections. Dora Bakoyianni, Foreign Minister for the last three years, and Antonios Samaras, Minister of Culture, will be competing for the leadership. Dimitris Avraamopoulos, Minister of Health Services, is also expected to run for the position, although the odds currently show him to be a slight underdog and, for the time being, not among the favourites. Samaras has a more populist profile and does not hesitate to take a more nationalist approach on foreign issues. On the other hand, Bakoyianni is more appealing to the voters comprising the so-called 'middle area' that have no permanent ties with any of the two governing parties. Avraamopoulos has a rather similar profile to Bakoyianni, although he has no strong support in the conservative party.

Being a member of the Conservative party and a personal adherent of Constantinos Karamanlis, I must admit that I find Bakoyianni's candidacy attractive for a number of reasons. Her less populist profile, her service in the Foreign Affairs Ministry and her origins are her main advantages that come along with a traditional support from a considerable constituency of the party. She also tends to address issues that are of concern to the majority of Greeks and avoids assuming the extremists' views with regard to the Greek-Turkish relations and other pending Greek foreign affairs' issues.

It will certainly be very interesting to watch the new approach of the Socialists with regard to the country's international relations. New Democracy took a rather defensive approach, whereas PASOK is supposed to undertake proactive attitudes towards the disturbed relations with Turkey and FYROM, as well as with regard to the Cyprus problem. A new era in the US-Greek relations is also introduced by the appointment of a Prime Minister that expressly has a pro-US mentality, not to mention again the fact that he holds a US passport. PASOK will have 160 seats in the 300-seats Greek parliament (unicameral system) and will form a government on its own, without the need for an alliance with the moderate Left party of Syriza.

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Απόσπασμα από την Επιφυλλίδα του Χρίστου Γιανναρά

Από Καθημερινή της Κυριακής, 27-09-2009

«Μηδέν στο πηλήκιο»!

Tου Χρηστου Γιανναρα

"Ναι, το είπε ο ανελλήνιστος: «Και τι κατάφεραν οι αντίπαλοί μας; Μηδέν στο πηλήκιο»!

Υπήρξε υπουργός Παιδείας, υπουργός Εξωτερικών, ετοιμάζεται να είναι αυριανός πρωθυπουργός των Ελλήνων. Και δεν ξέρει να ξεχωρίσει το «πηλίκον» (αποτέλεσμα της διαίρεσης δύο αριθμών) από το «πηλήκιο» (στρατιωτικό κάλυμμα της κεφαλής).

Η Ελλάδα δεν είναι ούτε γεωγραφία ούτε Ιστορία αλλοτριωμένη σε ιδεολόγημα. Είναι στάση ζωής και νόημα ζωής σαρκωμένα και τα δύο στη γλώσσα. Οσο υπήρχαν Ελληνες, πρώτη ανάγκη είχαν: «Ελευθερία και γλώσσα» (Σολωμός). Ελευθερία είναι η κατακτημένη ετερότητα, η ανάγκη να είσαι ο εαυτός σου, να αυτοκαθορίζεσαι, όχι να σε διαφεντεύουν άλλοι. Και η γλώσσα σαρκώνει την ετερότητα, καθιστά τον αυτοκαθορισμό κοινή, κοινωνούμενη πράξη.

Ο ανελλήνιστος πολιτικός αρχηγός δεν ξέρει να ξεχωρίσει το «πηλίκον» από το «πηλήκιο». Πώς να εμπιστευθούμε ότι καταλαβαίνει πού βρίσκονται τα γλωσσικά σύνορα της ελληνικής ετερότητας: ποια η διαφορά (βιωματικού φορτίου αιώνων) ανάμεσα στην «κοινωνία» και στη «societas», στη «δημοκρατία» και στη «respublica», στον «λόγο» και στη «ratio», στην «αλήθεια» και στη «veritas», στο «πρόσωπο» και στην «persona», στον «νόμο» και στη «lex». Και αν στις διαφορές αυτές δεν έχει ριζωμένα παιδικά βιώματα πατρίδας, τι θα υπερασπίσει σαν πρωθυπουργός; Το ακαθάριστο εθνικό προϊόν και την κατά κεφαλήν καταναλωτική ευχέρεια; Αλλά τότε ας δικτυωθεί καλύτερα η οικογένειά του να τον κάνει πρωθυπουργό σε κράτος με γλώσσα (και συνείδηση) δίχως ετερότητα - σε κανένα Βέλγιο ή Λουξεμβούργο.

Οι επερχόμενες εκλογές, στις 4 Οκτωβρίου 2009, θυμίζουν κάτι από τις αποφράδες εκείνες του Νοεμβρίου 1920, τότε που οι Ελληνες, ασυλλόγιστα και φανατισμένα, όδευαν προς τη συμφορά. Σαν οσμή και τώρα στην ατμόσφαιρα η ανατριχίλα από το κακό που συνοδεύει πάντα την αλογία και την τυφλότητα. Και μάλιστα χωρίς να υπάρχει σήμερα αμφιλεγόμενος ηγέτης, δίλημμα για τον λαό. Μια παράδοση στόχων αλήθειας και ποιότητας ζωής τρεισήμισι χιλιάδων χρόνων παραδίνεται (από αμηχανία, αγανάκτηση ή απερισκεψία) στα χέρια ενός ανθρώπου που δεν ξέρει να ξεχωρίσει το «πηλίκον» από το «πηλήκιο».

Δεν φταίει που είναι ανελλήνιστος ο μεθοδικά κατασκευασμένος «ηγέτης». Δεν είχε παιδικά βιώματα πατρίδας στην Ελλάδα ούτε γλώσσα μητρική τα ελληνικά. Το κρίμα και η ιστορική ευθύνη είναι των παραιτημένων από τη σκέψη και την κρίση τους ψηφοφόρων. Ο ίδιος απέδειξε απροσχημάτιστα πόσο έτοιμος είναι να απεμπολήσει κοιτίδες της ελληνικής πρότασης πολιτισμού, όταν προπαγάνδιζε, δίχως αιδώ ή λύπη, την εξωφρενική πλεκτάνη του Σχεδίου Ανάν για την Κύπρο. ΄Η, πριν από λίγες μέρες, με τις δηλώσεις του εκπροσώπου του για το Σκοπιανό.

Στην προεκλογική του εκστρατεία μιλάει μόνο για λεφτά, πώς θα μπουκώσει τον Ελλαδίτη της παρακμής με ψευδαισθητική ευζωία. Ούτε λέξη για τις τουρκικές έμπρακτες (καθημερινής βίας) απαιτήσεις κυριαρχίας στο Αιγαίο, για τα πολιτικά καμώματα του «κομμουνιστή» (αλλά νατοϊκής ποδηγέτησης) προέδρου της Κύπρου να νεκραναστήσει, μαζί με τον Ταλάτ, την εκτρωματική πανουργία του Ανάν. Ούτε σχολίασε ποτέ (όπως και κανένας Ελλαδίτης πολιτικός) τον προγραμματικό αφελληνισμό της παιδείας και των θεσμών στην Κύπρο από το καθεστώς Χριστόφια.

Το ορθολογικό συμπέρασμα είναι αδυσώπητο: Η ελληνικότητα της Κύπρου, η ελληνικότητα του ονόματος Μακεδονία αφήνουν παγερά αδιάφορο τον αυριανό πρωθυπουργό της Ελλάδας. Τι φυσικότερο να τον αφήνει αδιάφορο και η ελληνικότητα του Αιγαίου, της Θράκης, του Καστελλόριζου, της Λήμνου, της Μυτιλήνης. Με ανελλήνιστη ηγεσία, βουβή και άλαλη για τα εθνικά θέματα, ο ορθολογισμός μεταγγίζει τον φόβο της σαφέστατα επαπειλούμενης συμφοράς. Γι' αυτό και οι επερχόμενες εκλογές θυμίζουν κάτι από τις αποφράδες εκείνες του 1920, έχουν μια πρόγευση φόβου προσφυγιάς, ξεριζωμού, ίσως αίματος. Τα σημάδια της πολιτικής «σταδιοδρομίας», ώς τώρα, του γλωσσικά ανελλήνιστου μάλλον βεβαιώνουν ότι, αν γίνει πρωθυπουργός, η «λύση» του Κυπριακού, του Σκοπιανού, της μοιρασιάς του Αιγαίου θα επιβληθεί μέσα σε εβδομάδες ή ελάχιστους μήνες. Ομως Θρακιώτες, Καστελλοριζιοί, Μυτιληνιοί, μέσα στο περίπου 40% των Ελλαδιτών ψηφοφόρων, χοροπηδάνε, με πράσινες σημαιούλες, κάτω από το μπαλκόνι του ξενότροπου κομματάρχη διαδηλώνοντας την ίδια εκείνη επιλογή του 1920: «Μικράν Ελλάδα», συρρικνωμένη, και ούτε λόγος για «έντιμον» - σήμερα τη θέλουμε «πάροχον καταναλωτικής ευχέρειας».

Εναλλακτική λύση; Μα είναι φανερό πως δεν υπάρχει, ο ανελλήνιστος δεν έχει αντίπαλο. Η «Νέα Δημοκρατία» έχει τελειώσει πολιτικά, ήταν είκοσι χρόνια ανύπαρκτη ως αντιπολίτευση και πέντε χρόνια ανύπαρκτη ως κυβέρνηση. Σίγουρα δεν μπερδεύει το «πηλίκον» με το «πηλήκιο», αλλά έχει πια αποδείξει, επί είκοσι έξι χρόνια, ότι είναι το ίδιο ή και πιο θεαματικά ανελλήνιστη: στα μπλα-μπλα που με στόμφο εκφέρει και στα αυτοκτονικής ατολμίας διαχειριστικά της ενεργήματα. Δεν πιστεύει αυτό το κόμμα σε τίποτα, το μόνο που ήθελε, και προσπάθησε υστερικά, ήταν να γίνει ΠΑΣΟΚ. Και δεν τα κατάφερε. Αποδείχτηκε, εκτός από εξωφρενικά ανίκανη, και ανήκεστα φαύλη.

Μένει ακόμα μία εβδομάδα ώς τις εκλογές. Η πορεία της χώρας είναι προδιαγεγραμμένη, όσοι οσφραίνονται τα επερχόμενα νιώθουν ανήμποροι να αναχαιτίσουν την αλογία. Για την εξαφάνιση των «εθνικών» θεμάτων και της άμυνας από την προεκλογική ατζέντα θα μπορούσε να έχει υπάρξει κάποια παρήγορη παρέμβαση (συμβολική αντίσταση συλλογικής αξιοπρέπειας) της Ακαδημίας Αθηνών, της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Εχει μάλλον χαθεί η επίγνωση ότι μπροστάρηδες στην κοινωνία δεν μπορεί να είναι μόνο οι ανυπόληπτοι επαγγελματίες της εξουσιαστικής μονομανίας και ιδιοτέλειας.

Τουλάχιστον, στην εβδομάδα που απομένει, ας μπορούσε να εμφανιστεί ένας τίμιος και ανυστερόβουλος «εκλογολόγος» από αυτούς που σπουδάζουν την σε βάρος μας πανουργία των εκλογικών νόμων, να μας συμβουλέψει: Ποια είναι η αποτελεσματικότερη οδός για να αποτραπεί η αυτοδυναμία του ανελλήνιστου: Η αποχή; Η υπερψήφιση εξωκοινοβουλευτικών κομματιδίων «της πλάκας»; Το λευκό; Το άκυρο;

Στη δεκαετία του 1950 ή '60, αν ένας πολιτικός μιλούσε για «μηδέν στο πηλήκιο» θα είχε τελειώσει αυθημερόν την καριέρα του μέσα στον γενικό καγχασμό. Η γλωσσική ευαισθησία ήταν τέτοια, που επέτρεπε στο χιούμορ του Μποστ να λειτουργεί καθολικά στην ελληνική κοινωνία και να σπάζει κόκαλα. Σήμερα, μια σατυρική ιδιοφυΐα με τη γλώσσα του Μποστ δεν θα προκαλούσε ούτε μειδίαμα. Μέσα σε πενήντα χρόνια οι Ελληνες ξεριζώθηκαν μεθοδικά από τη συνέχεια της γλώσσας τους, από την κοινή σάρκα και κοινωνούμενη πράξη του αυτοκαθορισμού τους, της ετερότητάς τους.

Αυτή η απώλεια φαίνεται πως πρέπει να μετρηθεί και με εδαφική συρρίκνωση. Το ιστορικό τέλος ιστορικών λαών πάντοτε εντοπίζεται και χαρτογραφημένο."

Ίσως με υπέρμετρη απαισιοδοξία, ο Καθηγητής προσεγγίζει ένα ζήτημα πολιτικής αισθητικής: η χώρα με την υπέροχη γλώσσα θα έχει Κυβερνήτη της έναν άνθρωπο που αποδεδειγμένα δεν είναι ικανός να εκφραστεί με σαφήνεια και πληρότητα σε αυτήν. Ελπίζω ότι οι δύο τελευταίες του προτάσεις είναι απλώς σπέκουλα. Δε φαίνεται να τεκμηριώνονται από πουθενά.

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

ΚΟΙΝΩΝΙΑ και Ορθόδοξος Ελιτισμός

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μέρος μιας φορτισμένης ανταλλαγής ιδεών με ένα λειτουργό της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού, ο οποίος με αρκετά ζήλο καλούσε μια ομάδα πνευματικών συνδαιτημόνων να αποκηρύξουν τα δύο κόμματα εξουσίας και να στηρίξουν το κόμμα ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Στην απάντησή μου προσπάθησα να δώσω αποκρίσεις στις γενικεύσεις και τις φωνές που αδιάκριτα προσβάλλουν το σύνολο του πολιτικού κόσμου. Είναι κρίμα στην Εκκλησία μας να επιλέγουμε την εύκολη κριτική. Ως Χριστιανός πρώτιστα, πιστεύω ότι ο μόνος δρόμος για να αποκτήσει ξανά η Εκκλησία την αξιοπιστία της και τη σύσσωμη στήριξη του λαού στο έργο της είναι να μη δέχεται αβασάνιστα τα εύκολα λόγια, να μετρά τις πράξεις της και υπό το πρίσμα του ορθού λόγου. Το ποιμνίο εξελίσσεται, απευθυνόμαστε ως Χριστιανοί σε ατομα μορφωμένα, με προσβάσεις στα μέσα επικοινωνίας, με κριτική διάθεση. Δε μπορούμε να διεκδικούμε το αλάθητο επειδή μιλάμε στο όνομα του Κυρίου. Οι εξ άμβωνος πολιτικές συζητήσεις, ειδικά όταν συνδυάζονται με πίεση προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, διεκδικούν δίκην αυθεντίας την απόλυτη αλήθεια. Απόλυτη αλήθεια για τους Χριστιανός είναι μόνο το Ιερό Ευαγγέλιο του Χριστού. Και αλίμονο αν δεν αντιδρούμε, αν δεν μιλάμε, αν δεχόμαστε χωρίς σκέψη υποδείξεις που αφορούν το τρόπο που πολιτευόμαστε. Δε σημαίνει ότι οι Ιερείς δεν πρέπει να έχουν άποψη και θέση σε πολιτικά ζητήματα. Τουναντίον, πρέπει να υποστηρίζουν ό,τι θεωρούν ωφέλιμο. Αλλά πρέπει να επιτρέπεται κι ο αντίλογος, ειδικά ο καλοπροαίρετος κι ο τεκμηριωμένος.



Πατέρα Νεκτάριε,

Το πάθος σας ξεχειλίζει. Δεκάδες μηνύματα. Σαν τις προεκλογικές διαφημίσεις στα κανάλια. Μιλάτε για Μασώνους, άθεους. Γενικεύετε και δεν αναφέρετε ονόματα. Μας παροτρύνετε με συνεχόμενα μηνύματα να κάνουμε τι; Να ψηφίσουμε μια παρέα ατόμων που δεν ασχοληθεί με την πολιτική, που δεν έχουν αναλάβει ποτέ τους θέσεις εξουσίας, θεωρείτε δε δεδομένο ότι θα τα καταφέρουν καλύτερα.

Επειδή όμως και η ομιλία του π. Βολουδάκη, πατέρα του Προέδρου της ΚΟΝΩΝΙΑΣ, που μας στείλατε περιέχει ανακρίβειες, πρέπει να αντιδράσω.

Για να τελειώσει μια και καλή η ιστορία με το δημοψήφισμα για τις ταυτότητες, ο νυν πρωθυπουργός έκρινε σκόπιμο το 2000 να βάλει την υπογραφή του. Όμως ένα έτος μετά, 27-6-2001, πριν ακόμη αναλάβει την εξουσία, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε κατά πλειοψηφία (29-8) ότι είναι παράνομη και αντισυνταγματική τόσο η υποχρεωτική όσο και η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες γιατί παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις (άρθρο 13) για τη θρησκευτική ελευθερία. Μειοψήφησαν σε σύνολο 37 μελών οι σύμβουλοι Τσαμπαση, Παναγιωτόπουλος, Σακελλαρίου, Παπαευαγγέλου, Ράντος, Μαρινάκης, Παπαγεωργίου και Καραμάνωφ.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι είναι αντισυνταγματική και η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες έστω και αν αυτό γίνεται με τη συγκατάθεση του «πολίτη», εξηγώντας: «Το άρθρο 13 του Συντάγματος όχι μόνον δεν παρέχει τέτοια αξίωση στους φορείς του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, αλλά απαγορεύει και την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, ως μέσο εκδήλωσης και απόδειξης αυτού. Η αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια την προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας από την αρνητική της έκφανση, εκείνων των Ελλήνων οι οποίοι δεν επιθυμούν να εκδηλώσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις με αυτόν τον τρόπο, αναιρώντας παράλληλα και τη θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους». Σύμφωνα με το Συμβούλιο Επικρατείας όσοι αρνούνται να αναγράψουν το θρήσκευμα «αναγκάζονται να αποκαλύψουν εμμέσως και οιονεί δημόσια μια πλευρά της ενδιάθετης στάσης τους απέναντι στο θείο, ενώ ταυτόχρονα διαφοροποιούνται, παρά τη θέλησή τους και με την επέμβαση των κρατικών οργάνων, από εκείνους τους Έλληνες που ομολογούν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις με την αναγραφή αυτών στο δελτίο». Και καταλήγει πως η αναγραφή του θρησκεύματος, έστω και με συγκατάθεση, «παρέχει και έδαφος ενδεχόμενων διακρίσεων και ενέχει συνεπώς τον κίνδυνο προσβολής της θρησκευτικής ισότητας που κατοχυρώνεται με τη θεμελιώδη διάταξη της παρ. 1 αρ. 13 του Συντάγματος»


Ο Καραμανλής δεν έδωσε καμία υπόσχεση για επαναφορά του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Ακόμα κι αν ήταν ειλικρινής η θέση του το 2000, το ΣτΕ πήρε την παραπάνω θέση. Κάθε κοινωνία έχει τους θεσμούς της και το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει επί διοικητικών ρυθμίσεων τη συνταγματικότητά τους ή μη. ΔΗΛΑΔΗ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ ΠΟΥ Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΔΕΝ ΕΠΑΝΕΦΕΡΕ ΠΟΤΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΑΥΤΟ;;;

Για τα εθνικά θέματα, τι ακριβώς είναι αυτό που ευαγγελίζεται η ΚΟΙΝΩΝΙΑ και κάθε αντιδραστικό κόμμα (εδώ θα συμπεριλάβω και το ΛΑΟΣ και τη ΔΗΜ.ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ); Τι εννοούν με σκλήρυνση της στάσης μας; Πρακτικά, όχι θεωρητικά. Να ρίχνουμε κάθε τούρκικο F-16 που εισβάλλει στον εναέριο χώρο της Ελλάδας; Να στείλουμε εποίκους από Πελοπόννησο να κατοικήσουν σε Ροδόπη και Ξάνθη για να αλλάξουν τα δημογραφικά δεδομένα; Να κάνουμε έλεγχο συνειδήσεων και να αφαιρούμε από κάθε έλληνα πολίτη την ιθαγένειά του επειδή αισθάνεται Τούρκος; Δηλαδή, να κάνουμε κι εμείς ό,τι υποστήκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και οι Βορειοηπειρώτες αδελφοί μας; ΑΜΟΙΒΑΙΟΤΗΤΑ σε ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΔΕ ΧΩΡΑ.


Όσο για τα περί ανάγκης να στραφούμε προς τη Ρωσία (όπως αναφέρει στην ομιλία του ο π. Βολουδάκης), το 'φυσικό' μας σύμμαχο, καλό είναι να είμαστε πιο προσεκτικοί όταν μιλάμε για πολιτική. Επειδή αυτή ασκείται από συγκεκριμένους ανθρώπους, όπως ο Πούτιν πχ, τις πρακτικές του οποίου δύσκολα κανείς θα τος χαρακτήριζε χριστιανικές (αρκεί κανείς να δει τον αριθμό δημοσίως αντιφρονούντων που έχουν δολοφονηθεί τα τελευταία χρόνια).


Η Εκκλησία μας π. Νεκτάριε ενεπλέχθη στην πολιτική στην πρόσφατη ιστορία του κράτους μας. Δεν ήταν απούσα όπως λέτε. Στο πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας ήταν παρούσα. Και υπόλογη. Γιατί κλήρος και λαός κωφεύαμε, εθελοτυφλούσαμε, γινόμαστε πιόνια μιάς άγριας κρατικής προπαγάνδας. Η Εκκλησία μας καταδέχτηκε στο όνομα του Χριστού να σιωπήσει στις βαναυσότητες και τις σφαγές των Σέρβων εναντίον του Μουσουλμάνων. Έπρεπε να μιλήσει, να καταδικάσει. Δεν το έκανε. Οι Σέρβοι πολιτικοί και στρατιώτες είχαν κάθε δικαίωμα να κάνουν τις επιλογές τους για να διαφυλάξουν όπως αυτοί νόμιζαν την εθνική τους κυριαρχία (ή καλύτερα αυτονομία όταν μιλάμε για το κράτος της Βοσνίας). Εμείς όμως τις σφαγές, τους βιασμούς, το ανελέητο σφυροκόπημα μιάς πόλης για τρία χρόνια με οβίδες, όλα αυτά γιατί δε τα καταδικάσαμε; Η πολιτική συγχωρεί τα εγκλήματα, όταν αυτά οδηγούν σε οφέλη εθνικά (γιατί οι Σέρβοι αυτό που ήθελαν στη Βοσνία το πέτυχαν 100%), η Εκκλησία όμως ούτε να χύσει ένα δάκρυ δεν μπόρεσε για τα θύματα της άλλης πλευράς.


Τώρα λέμε η Εκκλησία να εμπλακεί στην πολιτική. Μπορεί άνθρωπος της Εκκλησίας, όπως λέτε 'γνήσιος ορθόδοξος' όχι απλά βαπτισμένος (αλήθεια, ποιά είναι τα κριτήρια με τα οποία λέτε αυτός είναι γνήσιος, αυτός όχι; Η διαίσθησή μας; Ακόμα κι ο Παπαθεμελής, το κόμμα του οποίου μας διαφημίσατε, υπουργός του ΠΑΣΟΚ διετέλεσε), μπορεί λοιπόν ένας τέτοιος άνθρωπος να πάρει τέτοιες αποφάσεις; Μήπως τελικά θα είναι ΥΠΕΡ ΤΟ ΔΕΟΝ αδαής και αφελής; Τη τελευταία φορά που στην πρόσφατη ιστορία του έθνους ένας άνθρωπος της Εκκλησίας ανέλαβε ύψιστη πολιτική θέση (Μακάριος) τα αποτελέσματα δυστυχώς δεν ήταν ευχάριστα. Δεν είχε την πολιτική πυγμή να αποτρέψει το πραξικόπημα, τους Ιούδες, δεν είχε την πολιτική διαύγεια να καθορίσει εξελίξεις. Έρμαιο αυτών, έγινε βορά τους και μαζί του κατασπαράχτηκε κι η Μεγαλόνησος.


Μετά κάνετε αναφορά στο Βιβλίο της Ιστορίας. Έγινε ένας διαγωνισμός το 2004 (προ εκλογών), ανέλαβε μια συντακτική ομάδα να γράψει ένα πόνημα, αυτό είχε αρκετές ατυχείς εκφράσεις, πάει, αποσύρθηκε. ΤΕΛΕΙΩΣΕ το θέμα. Τι το ανακυκλώνεται ως ένδειξη ότι τα πράγματα χειροτερεύουν; Μάλλον βελτιώνονται, αφού τα αντανακλαστικά των κυβερνώντων φαίνεται να αντιδρούν σε διαμαρτυρίες πατριωτών.


Μιλάτε για το μάθημα των θρησκευτικών. Πέρα του ότι κι εδώ υπάρχει ανεξάρτητη αρχή (συνήγορος του Πολίτη) που έχει πάρει θέση αρνητική για τα κοινά μας πιστεύω, εντούτοις το Υπουργείο ρητά διατύπωσε ότι θέμα προαιρετικότητας δε τίθεται. Αλλά το εάν ένα παιδί θα λάβει θρησκευτική μόρφωση, αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμα των γονιών, κι αν οι τελευταίοι είναι άθεοι και θέλουν να κάνουν το παιδί τους άθεο, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι προσευχή. Υπάρχουν διεθνείς συνθήκες, υπάρχουν ευρωπαϊκές συνθήκες, υπάρχουν αποφάσεις δικαστηρίων που ερμηνεύουν το συντάγμά μας που τα λένε αυτά. ΔΗΛΑΔΗ ΩΣ ΙΕΡΕΑΣ ΔΙΚΕΔΙΚΕΙΤΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΜΠΑΙΝΕΤΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΑΞΕΤΕ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ ΤΑ ΠΙΣΤΕΥΩ;


Επίσης ο τόνος που αναφέρεστε στο κατρακύλισμα του Έθνους είναι πέρα από άκομψος και αρκετά αλαζωνικός. Δηλαδή, τι ευαγγελίζεστε; Ένα φονταμενταλιστικό καθεστώς που θα επιβάλλει με τη βία στους πολίτες της Ελλάδας το πώς θα σκέφτονται; Λέτε ότι όλοι οι πολίτες που συμφωνούν με την εκκοσμίκευση του κράτους, ότι έχουν εκδυτικιστεί, είναι θύματα προπαγάνδας κ.α. Δηλαδή δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε σε συνανθρώπους μας το δικαίωμα της αποστασιοποίησης και της διαφορετικότητας; Είναι λιγότερο Έλληνες αυτοί επειδή δε θέλουν η Εκκλησία να επηρεάζει τις αποφάσεις του Κράτους; Επειδή δε θέλουν να χρειάζεται η γνώμη του Μητροπολίτη για το εάν θα πρέπει να χτιστεί ένα τζαμί ή μια συναγωγή; Επειδή αντιλαμβάνονται ότι αυτό που αποκαλεί η Εκκλησία μας γάμο (ένα ΜΥΣΤΗΡΙΟ για μας) για την πολιτεία είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό, μία σύμβαση ιδιωτικού δικαίου;


Μιλήσατε για τους ομοφυλόφιλους, ότι το κράτος προσπαθεί να 'μας επιβάλλει την ομοφυλοφιλία' (αυτή τη φράση χρησιμποιήσατε). Προφανώς θα αναφερόσασταν στο σύμφωνο συμβίωσης, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΜΩΣ ΔΕ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΟΥΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΥΣ. Το σύμφωνο συμβίωσης ουσιαστικά είναι μία έμμεση μορφή να ενταχθούν σε συνθήκες 'γάμου' ζευγάρια που δεν επιθυμούν να παντρευτούν. Δηλαδή, ότι ήρθε ένα κράτος με κοινωνικό προσανατολισμό να προστατέψει παιδιά και μητέρες ως επί το πλείστον, τι το ανήθικο επέφερε; ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΝΤΡΕΥΟΝΤΑΝ.[επειδή ακριβώς ο γάμος έχει και έντονο εννοιολογικό φορτίο από κοινωνικής άποψης] ΑΛΛΑ ΜΕΤΑ ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΑ ΕΜΕΝΑΝ ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΙ. Δηλαδή, ότι η Εκκλησία ΤΡΕΧΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΕΙ ΤΙΣ ΑΝΥΠΑΝΤΡΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΗΘΙΚΟ; Επειδή έκαναν ένα λάθος (εν προκειμένω, δεν ήθελαν να εντάξουν τη σχέση τους σε νόμιμα πλαίσια) πρέπει να μην τους παρέχεται η δυνατότητα να διευκολύνουν τη θέση των παιδιών;(να μη χρει΄ζονται δικαστικές αποφάσεις κλπ) ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ, ΟΧΙ ΤΟΥΣ ΙΣΧΥΡΟΥΣ.


Ακόμαι κι η ανακοίνωση της Ενώσεως Ελλήνων Κληρικών που καλεί τα κόμματα να ξεκαθαρίσουν τη στάση τους ως προς το θέμα σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας φαίνεται να έχει μόνο οικονομικά κίνητρα. Να μη θιγεί το καθεστώς των ιερέων ως δημοσίων υπάλληλων. Αλλά ακόμα κι αν αυτό γινόταν, θα χάναμε την πίστη μας; Θα χάνανε οι ιερείς την πίστη τους; Δε θα τους συντηρούσε ο λαός με άλλους τρόπους; Εδώ ο Θεός νοιάζεται για τα πουλιά και για τις τρίχες της κεφαλής μας, οι ιερείς θα μείνουν χωρίς υποστήριξη αν τους κόψει το μισθό το κράτος; ΙΣΑ ΙΣΑ, που ένα τέτοιο μέτρο θα προκαλούσε την αντίδραση των πιστών, σε βαθμό που οι δωρεές θα πολλαπλασιάζονταν. Δηλαδή πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πώς ζούσαν οι ιερείς; Ακόμα όμως κι αν πούμε ότι τα οικονομικά της Εκκλησίας είναι ένα σοβαρό ζήτημα γιατί μόνο με εύρωστα οικονομικά μπορεί η Εκκλησία να ανταποκριθεί και σε υλικές ανάγκες του ποιμνίου (θέση με την οποία συμφωνώ), τόσα γρήγορα ξεχάσετε π. Νεκτάριε ότι το 2004 μετά την ανάληψη της κυβέρνησης, ο νυν πρωθυπουργός προχώρησε σε ΣΩΡΕΙΑ ΦΟΡΟΑΠΑΛΛΑΓΩΝ για τα ακίνητα της Εκκλησίας της Ελλάδος, τη μοναστηριακή γη και τις δωρεές; ΔΗΛΑΔΗ ΚΙ ΑΥΤΗ Η ΚΙΝΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΑΤΗΦΟΡΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΥΝΕΤΕΛΕΣΕ;


Και μία ερώτηση προσωπική αλλά και σε κάθε εκφραστή της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ: Ποιά η θέση σας για την απίστευτη φοροδιαφυγή και το μαύρο χρήμα στα μυστήρια της Εκκλησίας μας; Ιερείς, ψάλτες, Επίτροποι, σε κάθε μυστήριο λαμβάνουν χρήματα αφορολόγητα, χρήματα που συνδέονται με την άσκηση επαγγέλματος. ΓΙΑΤΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ [Εννοείται ότι και για μένα ο ΙΕΡΕΑΣ ΠΡΩΤΑ ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ]. Ο Σεβασμιώτατος Μεσογαίας έχει αυστηρά θέσει απαγορευτικό στους ιερείς τους. Το ασπάζονται όλοι αυτό; ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ, αλλά Ή ΜΙΛΑΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΑ (με όρους της Πολιτείας) ή μιλάμε θεολογικά. Οπότε απαντήσεις του τύπου 'ό,τι αυτά ήθελε απλά ο πιστός να τα δώσει, ως ευχαριστώ, ως ευγνωμοσύνη, μέρος μιας πρακτικής' κλπ είναι βάσιμες σε μία θεολογική κουβέντα, αλλά όχι σε πολιτική, όπως αυτή που κάνουμε τώρα εδώ.


Για να τελειώνω: Ο ελληνικός λαός, νουνεχής και ορθόδοξος (έστω και μη γνήσια κατά την άποψη σας), θα εκφραστεί και σ' αυτές τις εκλογές, όπως εκφράστηκε και στις ευρωεκλογές. Μιλάτε για διορισμούς, ρουσφέτια, θεωρείτε δεδομένο ότι κανείς εχέφρων δε θα ψήφιζε για άλλο λόγο τα δύο μεγάλα κόμματα. Λες κι οι πανεπιστημιακοί, οι τεχνοκράτες, οι σπουδασμένοι, οι άνθρωποι της πράξης, της καθημερινότητας που βρίσκονται στα ψηφοδέλτια αυτών των κομμάτων είναι αχυράνθρωποι, όλοι πιόνια των μεγάλων κέντρων εξουσίας.


Είναι κίνηση αμυντική π. Νεκτάριε. Αντί η Εκκλησία να διεκδικεί μέσα από θέσεις εξουσίας να συνδιαμορφώνει την πολιτική ατζέντα (όπως κακά τα ψέματα, σε κάποιο βαθμό κάνει με αρκετή επιτυχία από τη στιγμή ιδρύσεως του νεοεεληνικού κράτους), εσείς προτείνετε να ΑΠΟΜΟΝΩΘΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΤΗ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ, ΝΑ ΧΑΣΕΙ ΚΑΘΕ ΕΡΕΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ. Ο απομονωτισμός σαν επιλογή θρησκευτική (με την έννοια της μη επιρροής από αλλοδόξους και αλλοθρήσκους) έχει λογική, σαν επιλογή πολιτική θα μοιάζει αυτοκτονία. Ένα σύγχρονο κράτος δεν μπορεί να είναι θρησκευτικά χρωματισμένο σε βαθμό που να ακολουθεί πιστά το δόγμα μιάς εκκλησίας. Λόγω πολυπολιτισμικότητας, λόγω παγκοσμιοποίησης, για μια σειρά από λόγους (κυρίως διπλωματίας κι ευελιξίας στη διεθνή πολιτική σκηνή) Ένα έθνος μπορεί. Και το ελληνικό έθνος είναι (ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ) χριστιανικό και ορθόδοξο. Και πρέπει να μπορεί να έχει ένα κράτος που ΘΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΕΙ ΟΤΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΘΑ ΜΠΟΡΕΙ ΑΝΕΝΟΧΛΗΤΑ ΝΑ ΠΡΑΤΤΕΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ, ΗΤΟΙ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΨΥΧΩΝ. Κι αυτό απαιτεί θετική δράση, όχι αρνητική δράση, δράση αμυντική, δράση διακήρυξης και διατήρησης της απόλυτης καθαρότητας των ιδεών μας. Εκτός αν έχουμε για τον εαυτό μας την αντίληψη ότι είμαστε το λήμμα, οι εκλεκτοί, οι καθαροί.


Αυτό με προκαλεί στην ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ο ορθοδόξος ελιτισμός που προβάλλει. ΕΜΕΙΣ οι γνήσιοι Ορθόδοξοι, ΕΜΕΙΣ οι ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ, ΕΜΕΙΣ που μας υποστηρίζουν οι ΙΕΡΕΙΣ, ΕΜΕΙΣ που έχουμε τις λύσεις (όπως αναφέρουν κάπου στην ιστοσελίδα τους, "οι λύσεις είναι προφανείς"). ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕ ΒΛΕΠΕΤΕ ΤΗΝ ΚΑΤΡΑΚΥΛΑ ΣΑΣ.


Αισιοδοξία χρειαζόμαστε, όχι ένα club που θα κλαίμε την μοίρα μας. Τρόπο να δυεισδύουμε στα κέντρα εξουσίας και να πετυχαίνουμε αλλαγές. Σίγουρα σε κάθε περιφέρεια υπάρχουν άτομα από τα κόμματα εξουσίας που έχουν ορθόδοξο προσανατολισμό (έστω και μη 'γνήσιο') και τα οποία αν εκλεγουν, ειδικά τώρα σε μία οριακά αυτοδύναμη ή μη αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα μπορούν να ασκήσουν περισσότερη πίεση σε ηγεσίες και αρχηγούς. ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΜΑΣ έχει κανόνες ρητούς και άρρητους, και πρέπει αν θέλουμε ως χριστιανοί να προωθούμε την ατζέντα μας, να παίξουμε με τους κανόνες του. ΑΛΛΙΩΣ Π. ΝΕΚΤΑΡΙΕ ΘΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΟΥΜΕ ΣΑΝ ΤΟ ΤΣΑΚΝΗ, ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑΤΕ, ΟΤΙ ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ ΣΤΟ ΦΟΝΟ (αλλά αλήθεια η απομόνωσή μας αυτό το αποτέλεσμα-ήτοι το φόνο του έθνους- δε θα επιφέρει;)


Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΕΙΧΕ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΣΕ ΝΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΤΕΙ ΜΕ ΚΟΜΜΑΤΑ. Το θέμα των ταυτοτήτων, όπως είχε πει κι ο ίδιος, ήταν απλά το παγόβουνο για να μην επέλθουν άλλες αλλαγές. Οι οποίες τουλάχιστον εν ζωή του, δεν ήλθαν.


Στυλιανός Μάλλιαρης

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Γιατί η λύση ακούει πάλι στο όνομα Καραμανλής

Ο θυμός κι η απορία της βάσης της κεντροδεξιάς παράταξης αποτελούν τα κυρίαρχα εμπόδια που θα πρέπει να ξεπεράσει ο Κώστας Καραμανλής για να επιτυχεί ανατροπή των δημοσκοπικών δεδομένων και να παραμείνει στο τιμόνι της χώρας. Ο θυμός προκαλείται από την επιλογή του να πάει σε εκλογές, ενώ δεν υπάρχουν αντικειμενικές ελπίδες να τις πάρει και να εξασφαλίσει ταυτόχρονα αυτοδυναμία. Απορία από το χρόνο που πήρε αυτή την επιλογή, σε σύγκρουση με την πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας που απαιτούσε εξάντληση της τετραετίας. Είναι δε κοινός τόπος ότι οι πολίτες δυσανασχετούν σε συχνή προσφυγή στις κάλπες, σκεπτόμενοι και τα υπέρογκα ποσά που σπαταλώνται από τον κρατικό κορβανά για την χρηματοδότηση των διαφόρων πολιτικών σχηματισμών.

Υπάρχουν ελαφρυντικά: ναι. Εγκλωβισμένος στην ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και προφανώς προδομένος από την ανικανότητα αλλά και ανεντιμότητα πληθώρας συνεργατών του [που αυτός βέβαια επέλεξε να τοποθετηθούν σε θέσεις αρχής], είχε μπροστά του ένα δίλημμα: να συνεχίσει το δρόμο των μεταρρυθμίσεων με αρκετά πιθανή την απώλεια της δεδηλωμένης από κάποιον τυχάρπαστο βουλευτή που θα εκδήλωνε την μήνη του κατά των αντιλαϊκών επιλογών της κυβέρνησης και θα μεταπηδούσε στον πανδοχέα Καρατζαφέρη ή να προκηρρύξει εκλογές με την προοπτική να αναλάβει μιά πιο στέρεα κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε δεύτερη μάχη με την εφαρμογή του νόμου Παυλόπουλου. Κοντά σ' αυτά συνυπολόγισε και την ανεύθυνη και εκβιαστική απειλή του κ. Παπανδρέου να προκαλέσει εκλογές τον Μάρτη του 2010 γελοιοποιώντας το πρόσωπο του κ. Παπούλια και καθιστώντας για άλλη μια φορά το Σύνταγμα ένα απλό γράμμα νόμου, χωρίς πνεύμα και χωρίςκαμία βαρύνουσα σημασία.

Η απόφασή του ήταν απόφαση ευθύνης για τη χώρα προκειμένου να εκλεγεί κυβέρνηση με νωπή εντολή ικανή να λάβει τα απαραίτητα σκληρά μέτρα λιτότητας, αλλά και για την παράταξη την οποία ηγείται, μιας και εξασφαλίζει μιά μικρής έκτασης ήττα με προοπτική σύντομης επανόδου στην εξουσία.

Στη ΔΕΘ ο Κώστας Καραμανλής παρουσίασε πρόταση για τη συγκράτηση των δημοσίων δαπανών, πρόταση υπεύθυνη, ξεκάθαρη ως προς το περιεχόμενό της, φαινομενικά αντιλαϊκή, με γνώμονα όμως την ευημερία των επόμενων γενεών. Εδώ τίθεται το ερώτημα αν αυτά τα μέτρα δεν μπορούσαν να είχαν ληφθεί την προηγούμενη πενταετία. Αυτό το ερώτημα όμως παραγνωρίζει την σοβούσα οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις που είχε στην απροετοίμαστη ελληνική οικονομία. Η αρνητική ανάπτυξη και ο συνεπαγόμενος περιορισμός του ΑΕΠ προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε μιά σειρά μακρο-οικονομικών μεγεθών που επηρεάζουν καίρια την ικανότητα του ελληνικού κράτους να φανεί συνεπές με τις οικονομικές του υποχρεώσεις, αφού το δημόσιο χρέος φαίνεται να μην πλέον διαχειρίσιμο (ρυθμός ανάπτυξης/ρυθμός αύξησης δημοσίου χρέους <1). Αυτά τα σκληρά μέτρα (μιλάμε για διετή πάγωμα μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, πάγωμα των προσλήψεων, κατάργηση επιδομάτων κ.α.) δεν είχαν λόγο να παρθούν νωρίτερα και, ειδικά, αν δεν είχε επέλθει η πρωτοφανής αυτή κρίση. Ο Καραμανλής είχε ακολουθήσει το μοντέλο Σρέντερ περί ήπιας προσαρμογής, μοντέλο που τον άφησε να κρατηθεί πέντε χρόνια στην εξουσία, αφού τυχόν ριζική επιβολή μέτρων θα είχε προκαλώσει αντιδράσεις σε πολλούς κοινωνικούς εταίρους με απρόβλεπτα για την κυβέρνηση αποτελέσματα. Παρόλα , αν και όχι αναίμακτα, αυτά πέτυχε να προχωρήσει σε τρείς μεγάλες αποκρατικοποιήσεις που έφερανχρήμα στα δημόσια ταμεία και τα απελευθέρωσαν από εταιρείες που εξαιτίας της χρόνιας κακοδιαχείρισης και παθογένειας της δομής τους αποτελούσαν κατά βάση βραχνά στην κυβέρνηση: του 'αμαρτωλού' ΟΤΕ, που το καλύτερο που έχει να κάνει και η επόμενη Κυβέρνηση είναι να αποκόψει κάθε δεσμό μαζί του για να ξεχαστούν και να επουλωθούν οι ανοιχτές πληγές του σκάνδαλου Siemens, του ΟΛΠ και της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Κι όλα αυτά πέρασαν στην κόψη του ξυραφιού, με την μία σημαντική παραπάνω κοινοβουλευτική ψήφο. Αυτά δείχνουν ότι ο Καραμανλής δε φοβήθηκε να λάβει μη δημοφιλή στο λαό μέτρα, με γνώμονα την απελευθέρωση της αγοράς και την εξάλειψη παντός είδους προνομιών και εξαιρέσεων που έως τώρα αποσύνθεταν τις δομές μιάς ελεύθερης-κατ' όνομα και ουχί κατ' επίφαση-οικονομίας.

Αυτές οι τρεις αποκρατικοποίησεις, ο συνετός χειρισμός σε σειρά θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και ο νόμος-πλαίσιο για τα πανεπιστήμια είναι το ενεργητικό της κληρονομιάς που θ' αφήσει πίσω του ο Καραμανλής. Είναι λίγα για πέντε χρόνια, αλλά δεν είναι κι ελάχιστα, ειδικά αν συνειδητοποιήσουμε ότι δεν προβάλλονται πλέον σαν αποκλειστικά κυβερνητικά δημιουργήματα έργα οδοποιΐας, που σαφώς προχώρησαν αρκετά την τελευταία πενταετία [Μαλιακός κόλπος, Ολυμπία Οδός και Εγνατία οδος είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα].

Από την άλλη πλευρά βρίσκεται το ΠΑ.ΣΟ.Κ., με πρόσωπα ελάχιστα διαφορετικά από αυτά που δοκιμάστηκαν στν τελευταία διακυβέρνηση της χώρας από την αξιωματική αντιπολίτευση. Κόντρα στην κοινή γνώμη πιστεύω πως το μεγαλύτερο ατού του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για να κατισχύσει στις ερχόμενες και τις μετέπειτα εκλογές είναι το πρόσωπο του αρχηγού του. Ο λόγος είναι απλός: κάτι η εμφανής ανικανότητα του να χειριστεί την ελληνική γλώσσα, κάτι η αδυναμία του να παρουσιάσει ξεκάθαρη πολιτική πρόταση για τα προβλήματα της χώρας, δημιουργούν ένα κlίμα ελάχιστων προσδοκιών προς το πρόσωπό του. Λογικά κι ο ίδιος ακολουθεί μία πολιtική μη σύγκρουσης, με ήπιους τόνους, αφού επενδύει στην τακτική του ώριμου φρούτου. Με αερολογίες του τύπου 'επανακρατικοποίηση εκποιηθείσας δημόσιας περιουσίας' χωρίς περαιτέρω ανάλυση, με φωνές για κυβερνητική ολιγωρία σε εθνικά θέματα (χωρίς όμως να λέει τι θα έκανε διαφορετικά, αφήνοντας να αιωρείται σε μία αχλύ ιδεών ότι οι διεθνείς σχέσεις παίζονται κυρίως εκτός δημοσιότητας) και με υποtιμητικά σχόλια για την απορροφητικότητα κοινοτικών κονδυλίων από τη παρούσα κυβέρνηση (χωρίς να ενθυμείται τα σχετικά ιστορικά χαμηλά ποσοστά που πέτυχε η παράταξή του κατά την τετραετία 1998-2001), δε δημιουργεί καμά απολύτως δέσμευση για τον ίδιο, ούτε και για τις ικανότητες της παράταξής του και των συνεργατών του, με αποτέλεσμα ο απότοκος μίας ήσσονος προσπάθειας στο μέλλον να πaρουσιαστεί ως επίτευγμα πρωτοφανούς ικανότητας. Οι ελάχιστες προσδοκίες που τρέφουν προς το πρόσωπό του οι πολίτες και ο χαμηλός πήχυς είναι τα εχέγγυα για μακρά διακυβέρνηση, σε άκρα αντίθεση με τις υψηλές προσδοκίες που καλλιέργησε ο Κώστας Καραμανλής σε σύσσωμο το εκλογικό σώμα το 2004.

Αλλά στην πολιτική, η αισιοδοξία και το όραμα τίθενται με βάση το προγραμματικό σχεδιασμό. Και τα μάλα προτιμότερο είναι ένα υπερβολικά φιλόδοξο πρόγραμμα να μην ολοκληρώνεται στην εντέλειά του, παρά κανείς να βολεύεται με τους καρπούς μειωμένων προσπαθειών και χαμηλών πτήσεων.

Στη ΔΕΘ το 2008 άρχισε ο κατήφορος για τη ΝΔ, στη ΔΕΘ το 2009 ο Κώστας Καραμανλής επιβεβαίωσε τις αρχηγικές του ικανότητες και τις υψηλές βλέψεις που έχει για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Μία Νέα Διακυβέρνηση που θα είναι απαλλαγμένη από ανθρώπους που καταχράστηκαν δημόσιο χρήμα και σκύλευσαν την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού μπορεί να επιτυχεί στη δύσκολη παγκοσμίως οικονομική συγκυρία.

Από το ιστολόγιο αυτό πολλές φορές οι επικρίσεις για την Κυβέρνηση ήταν έντονες και στοχευμένες σε συγκεκριμένες λανθασμένες κινήσεις. Αλλά την ώρα της κρίσιμης επιλογής, δεν μπορεί κανείς να μένει αμέτοχος ή να μην προκρίνει συγκεκριμένες λύσεις. Διότι, «τον μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλά αχρείον νομίζομεν» (Θουκυδίδης).

Κυριακή 7 Ιουνίου 2009

Η στιγμή της αλήθειας


Για πρώτη φορά μετά από το 2000 οι κάλπες ανέδειξαν σαφή υπεροχή της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα. Μία (επι)στροφή του κόσμου στο κόμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και μία ξεκάθαρη, ηχηρή και μη αναστρέψιμη αποδοκιμασία στην ατελέσφορη πολιτική της Νέας Δημοκρατίας. Πολιτική του συμβιβασμού, της ανοχής, των χαμένων ευκαιριών. Μία ήττα που αποφάσισε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός να την επωμιστεί εξ ολοκλήρου μόνος του.

Από τη δεύτερη ανάρτησή μου σε αυτό το ιστολόγιο είχα επισημάνει ότι δεν είναι ωφέλιμο να θεωρείται ο Καραμανλής ως το μοναδικό δυνατό χαρτί της Κυβέρνησης, να του αποδίδονται αποκλειστικά εύσημα για τις θετικές επιλογές του και να μην τον ακουμπά η ευθύνη των λαθών. Ένα προφίλ άτρωτου αρχηγού που καλλιεργούσαν με τις αμετροέπειές τους υπουργοί (ιδέσθε Ευρυπίδη Στυλιανίδη), βουλευτές, ακόμα και απλοί ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας. Η κυρίαρχη πολιτική παρατήρηση που πρώτη έρχεται στο νου μου είναι ότι ο Πρωθυπουργός ανέβασε πολύ τους τόνους της προεκλογικής εκστρατείας, έδωσε σύνθημα νίκης, προσέγγισε την 'ύβριν' με τη κοινοβουλευτική συμπεριφορά του και πρέπει να χρεωθεί εξ ολοκλήρου την ήττα τς παράταξης.

Κοιτώντας τα δεδομένα των exit polls μπορεί κανείς να διαπιστώσει ένα λόγο 4:1 στις μετακινήσεις ψηφοφόρων από τη Ν.Δ. στο ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Δεδομένης της προεκλογικής συγκυρίας και των γεγονότων που συγκλόνισαν τη χώρα την τελευταία εβδομάδα, τα υψηλά ποσοστά αποχής και την ασυνήθιστα υψηλή μετακίνηση ψηφοφόρων της Ν.Δ. στο Λ.Α.Ο.Σ., δε φαίνεται να εξάγεται ως ασφαλές συμπέρασμα το ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα εξασφαλίσει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις επόμενες εθνικές εκλογές, ειδικά αν συνυπολογίσουμε ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σε απόλυτους αριθμούς χάνει 500.000 ψηφοφόρους από τις εκλογές του 2007.

Και τώρα πλέον μένει η στιγμή της αλήθειας για την κυβέρνηση: μπορεί ο πρωθυπουργός να διατηρήσει τις εσωκομματικές ισορροπίες ούτως ώστε να εξαντλήσει την τετραετία και ταυτόχρονα να πάρει τα αυστηρά μέτρα που πλέον επιβάλλει άνευ λοιπών παρατάσεων η Κοινότητα; Φαίνεται ότι ο Πρωθυπουργός πήρε επάνω του το στοίχημα αυτών των εκλογών για να εξασφαλίσει μία μικρή διαφορά κυρίως για να αποφύγει τους εσωτερικούς τριγμούς. Το αποτέλεσμα δεν τον δικαιώνει και καταδεικνύει με τον πλέον απερίφραστο τρόπο ότι πλέον δεν υπάρχουν φυσιογνωμίες με μαγικά χαρακτηριστικά που μπορούν να συγκινήσουν αυτόματα το εκλογικό σώμα. Η Ν.Δ. πόνταρε σε μία τέτοια μαγική φόρμουλα και το επιτελείο της Ρηγίλλης δε συνειδητοποίησε ότι η σχέση εμπιστοσύνης με τους ψηφοφόρους της είχε διαρραγεί προ πολλού. Από τότε που οι αποδιοπομπαίοι τράγοι της προηγούμενης κυβέρνησης αποκαταστάθηκαν στα πόστα τους, τα Δικαστήρια αδυνατούσαν να εφαρμόσουν το νόμο εναντίον των δυνατών και να τιμωρήσουν τις πρακτικές καταλήστευσης των πολιτών και η ηθικοπλαστική ρητορεία του Πρωθυπουργού έμεινε απλά αποτυπωμένη σε χαρτιά ομιλιών.

Προφανώς και παραμένει, βέβαια, ένα ισχυρό πολιτικό χαρτί για την παράταξή της κεντροδεξίας. Αλλά το αν αποτελεί ισχυρή πολιτική φυσιογνωμία για τον τόπο, ικανή να αφήσει το στίγμα της στην μεταπολιτευτική ιστορία, αυτό μένει να απαντηθεί από τη στάση του από εδώ και πέρα. Απαιτούνται πολύ πιο επίπονες προσπάθειες εκ μέρους του για να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις στο κόμμα του, απαιτούνται απαντήσεις σε κάθε πρόκληση που πλέον θα παρουσιάζεται και πολύ περισσότερες εξηγήσεις στον απλό λαό, από τις φτηνές δικαιολογίες που ακούγονται για την αναποτελεσματικότητα της κρατικής δράσης. Είναι προφανές ότι η ανικανότητα προβολής της μεταρρυθμιστικής ατζέντας και η προσκόλληση σε σκανδαλολογία-αερολογία με τα φλιναναφήματα του τύπου "το σκάνδαλο Siemens είναι σκάνδαλο ΠΑ.ΣΟ.Κ." (χωρίς την παρουσίαση χειροπιαστών στοιχείων, αλλά και με απροκάλπτη απραξία της κυβέρνησης προς την κατεύθυνση πλήρους διελεύκανσης της υπόθεσης) απομακρύνουν σταθερά από την εκλογική βάση της Ν.Δ. τους κεντρώους και τους φιλελεύθερους, πολίτες που παραδοσιακά διαμορφώνουν το εκλογικό αποτέλεσμα.

Και μία δημοσκοπική παρατήρηση: Πραγματικά αποτελεί απόδειξη φερεγγυότητας η επαναλαμβανόμενη επιτυχία στις δημοσκοπήσεις του Σκάι και της Καθημερινής, όπως τις επιμελείται από το 2004 ο επικοινωνιολόγος (διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών) Γιάννης Μαυρής. Είχε αναδείξει από το Σεπτέμβριο την ανατροπή των πολιτικών δεδομένων στη χώρα μας και το βάρομετρο της Public Issue ήταν το μόνο που έφερε τη διαφορά μεταξύ Ν.Δ. κα ΠΑ.ΣΟ.Κ. σταθερά σε υψηλά επίπεδα το τελευταίο τρίμηνο.

Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

Turkey’s accession in the EU: A matter of aspiration rather than realistic considerations

Turkey’s invigorated geopolitical significance, marked by the recent visit of President Obama to Ankara, alongside with its capability to exercise soft power in Central Asia and Middle East suffice for the EU to consider Turkey as an important ally. This op-ed does not aim to undermine or negate the benefits of a functioning Partnership, but simply poses the question, from a European perspective, whether full membership is to date a viable vehicle to this respect. Notwithstanding the particularities of the Turkish case, this issue is part of a larger debate regarding the vision of the EU as a global actor and the establishment – if any – of its ‘final frontiers’.

It is not hard to track down the major arguments in favour of EU developing close ties with Turkey: promote security, democracy and stability in the outer EU borders, create an appealing –to the Muslim world- profile of increasing religious diversity and include in the common market an emerging super-economy comprising an enormous ‘potential’, especially in terms of future consumers and human resources.

However, most of the recent debate is centred on the notion of EU’s limited ‘absorption capacity’. Given that the smooth integration of the new members is not to be taken for granted, it is now the time for the EU to closely monitor the effectiveness of using enlargement as a foreign policy tool. This discussion is de-constructed into the following more precise and objective components: the capability of EU’s internal market, labour market, budget, eurozone and institutional system to absorb new member states, society’s capacity to absorb immigration and EU’s capacity for assuring its strategic security. Although there is a division among both the political elite and the public opinion on this matter (others claiming an enlargement fatigue, while others remaining enthusiastic to an idea of an irreversible, constant expansion), it is the assessment of the ramifications of the last enlargement round that will determine the fate of Turkey’s perspectives. As soon as the Lisbon regime becomes operative and the new institutional balances are established, EU will be in a better position to calculate the impact of accession of the most sizeable candidate ever in the long EU’s enlargement history.

The cultural and religious differences are frequently – but in a rather generalized fashion – invoked as a reason against full membership. To my view, this argument by itself cannot rule out Turkish accession, as long as the negotiations will continue to be based on Turkey’s own merits and the pace of reforms, and no compromises shall be made to accommodate Turkey’s cultural particularities. The adoption of acquis and adaptation to EU’s political, social and economic standards over the years has been a matter of meeting clear, objective and predetermined goals that inherently presuppose fundamental changes in the political and social culture of the various candidate states. Greece’s premature accession also posed some similar cultural questions at that time, not to mention a significant dissenting minority on the ground. Nevertheless, despite this speculation, Greece gradually integrated in the European structures and now identifies itself as one of the oldest and most committed members of the Union.

The main concern regarding Turkey remains the level of commitment to democratic governance that would defy corruption and establish total respect for the rule of law in a country where the military still plays a significant –constitutionally recognized- role in forming the political agenda. The recent revelation of the activities of the clandestine, secular ultra-nationalist Ergenekon organization is indicative of the parallel governance schemes that pervade Turkish deep state. While other countries of the Southeast Europe have undertaken critical democratic reforms (especially Serbia, Croatia and Albania) and have renounced their former authoritative practices in the name of an uncertain European perspective, Turkey has failed to do so, although it has been ten years, since it was attributed the status of candidate country. Democratic stability is also challenged by a politicized judiciary that interferes with executive tasks, thus contributing to an even more complicated pattern of governance characterized by the lack of a western-styled operative ‘checks and balances’ system.

Another major issue is Turkey’s repeated failure to comply with international human rights standards, especially with regard to freedoms of expression and religion, as well as enforce decisions of the European Court of Human Rights. The Cyprus problem is also connected to this regard, since Turkey still imposes restrictions on property rights and fundamental freedoms of Greek Cypriots living in the northern part of the island, where Turkey –that still does not officially recognize the state of Cyprus- is de facto exercising sovereignty by means of maintaining occupying forces. To this end, EU’s own credibility and prestige would be challenged and eventually irreversibly damaged, if it were to show any kind of tolerance to issues concerning democracy and human rights that constitute the cornerstones of the European common vision.

Also, the implications of the free movement of labor should not be underestimated. It is true that the experiences of Greece, Portugal and Spain indicate that a successful accession period with high growth and effective implementation of reforms gradually eliminates the migration pressures. Nevertheless, under the current economic crisis, the magnitude of which has not yet be determined, the odds are that foreign direct investment in Turkey will be reduced and growth rates will stall, thus accommodating an extended immigration wave. Moreover, Turkey had already a steady annual net migration of 40,000 to EU-15 up to 2004, a trend that might be facilitated and increased if full membership is achieved.

Moreover, recent developments on energy issues prove that Turkey may be unable or not unequivocally committed to promote at the time the EU-favoured agenda. The Turkish administration failed to close a deal with Baku that resulted to Azerbaijan and Russia edge closer to a gas deal, thus depriving the Nabucco and TGI pipelines of their essential resources. In addition, the failed attempt to tie the development of the Nabucco project with its membership perspectives reveal an immature approach on crucial security issues that question the genuine character of Turkey’s European ambitions.

To sum up, if Turkey were to become a full member of the EU at the moment, it would be most due to overall geopolitical considerations rather than strict application of compliance to EU standards. But such a scenario prerequisites a strong, united and ambitious European foreign policy that would market the EU structures on a global basis as the modern, democratic role model for the countries all over the world to follow. I am strongly convinced that at the moment there is no such consent, not even potential dynamic among the major European allies.

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Τουρκία: Ανάγκη Υπέρβασης των εναπομεινάντων συνδρόμων

Με περισσή καχυποψία και λαϊκίστικη αγανάκτηση αντιμετώπισαν τα ελληνικά Μ.Μ.Ε. την απόφαση του Προέδρου Ομπάμα να επισκεπτεί τη γείτονα χώρα. Παρά τα πολλά ανεπιτυχή σχόλια, φαίνεται πλέον για πρώτη φορά να γίνεται κατανοητό ότι οι προτεραιότητες των ΗΠΑ στην περιοχή επιτάσσουν την εκ μέρους τους πρόκριση ισχυρών δεσμών με τη Τουρκία.

Η εξέλιξη αυτή αφενός δεν έρχεται κατ' ανάγκη σε ευθεία αντίθεση με τα ελληνικά συμφέροντα, αφετέρου δεν αποτελεί μία πραγματικότητα την οποία η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτρέψει. Στο κλασικό σχολικό χάρτη της Ελλάδας, που αυθόρμητα μας έρχεται στο νου όταν σκεφτόμαστε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αποτυπώνεται μόνο το δυτικό μέρος της Τουρκικής επικράτειας που συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Όμως η Τουρκία συνορεύει με ακόμα έξι χώρες. Συρία, Ιράκ, Ιράν, Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία και Γεωργία, όλες χώρες με ιδιαίτερη σημασία η καθεμιά για τις ΗΠΑ. Παράλληλα, η Τουρκία ασκεί εξέχουσα πολιτιστική επιρροή στις χώρες της Κεντρικής Ασίας, που κατοικούνται σε μεγάλο βαθμό από τουρκογενείς πληθυσμούς. Σαν μέγεθος στις διεθνείς σχέσεις, η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Τουρκία. Ακόμα και σε οικονομικό επίπεδο, η Τουρκία αποτελεί μία πολύ μεγαλύτερη αγορά, με αρκετά περιθώρια ανάπτυξης και φτηνά εργατικά χέρια. Οι προσπάθεις μάλιστα εξορθολογισμού του εταιρικού δικαίου της καλλιεργούν το κατάλληλο κλίμα για μακροπρόθεσμες ξένες επενδύσεις. Όλα τα παραπάνω, συνοπτικά και εξαπλουστευτικά ειπωμένα, αρκούν για ένα μέσο νου να συνειδητοποιήσει ότι η Τουρκία αποτελεί για τις ΗΠΑ ένα βασικό εταίρο, άλλης κλίμακας σε σχέση με την Ελλάδα.

Αυτό δε σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί για τις ΗΠΑ στρατηγικό εταίρο, με τον οποίο διατηρεί μακροχρόνιες σχέσεις φιλίας και συμμαχίας. Τουναντίον, εξαιτίας της ιδιάζουσας δυναμικής της γείτονος, η Ελλάδα αποκτά πρόσθετη αξία στις διεθνείς σχέσεις, θα έχει δε αρκετές ευκαιρίες να αξιοποιήσει αυτή της τη θέση και να καρπωθεί τα οφέλη. Αρκεί να μη μείνει προσδεδεμένη σε ιδέες και στερεότυπα περασμένων αιώνων και να υπερβεί τα όποια εναπομείναντα σύνδρομα ραγιαδισμού. Η στροφή της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας τη δεκαετία του 1990 σε μία λογική προσέγγισης με τη Τουρκία και ανάπτυξης ισχυρών δεσμών μεταξύ των δύο λαών αποτελεί μία πολιτική απόφαση ρεαλιστικής, δυναμικής και θετικής αντιμετώπισης των προβλημάτων των δύο χωρών και δεν θα πρέπει να θεωρείται ως ένδειξη υποχωρητικότητας. Αυτό που διακυβεύεται στις σχέσεις μας με τη Τουρκία δεν είναι η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η ελληνικότητα της Θράκης. Είναι η δυνατότητα της χώρας μας να ακούγεται με σοβαρότητα και υπευθυνότητα στα διεθνή fora και η προοπτική ανάληψης ηγετικού ρόλου στα Βαλκάνια. Η επιμονή ακραίων φωνών σε ένα εθνικό φαντασιακό στο οποίο δεσπόζει ο εξ' ανατολάς εχθρός είναι ακόμα μία ένδειξη ότι η λογική της εξομάλυνσης είναι μονόδρομος. Η συγκρουσιακή σχέση του νεοελληνικού κράτους με τη Τουρκία αποτέλεσε μία ιστορική αναγκαιότητα μέχρι και τη Συνθήκη της Λωζάννης. Έκτοτε και με την ανταλλαγή των πληθυσμών που συνέβαλαν τα μέγιστα στην εμπέδωση της κρατικής κυριαρχίας στα όρια της ελληνικής επικράτειας, εξέλειπαν οι συνθήκες εκείνες που επέβαλλαν την λογική της αντιπαλότητας. Η Τουρκία, παρά τη δεδομένη εμβέλειά της και την ιδιαίτερη σημασία που της προσδίδει η ιδιότητά της ως η μεγαλύτερη μουσουλμανική χώρα που συμμετέχει σε ευρωπαϊκές δομές, εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στα νότιανατολικά σύνορά της, όπου για διαφορετικούς λόγους (διαχείριση υδάτινων πόρων, κουρδικός πληθυσμός, δίοδος λαθρομεταναστών, διεθνείς δρόμοι εμπορίας ναρκωτικών και μετακίνησης τρομοκρατών) η ειρηνική συνύπαρξή της με τη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν φαίνεται να είναι πολύ λιγότερο δεδομένη σε σχέση με την Ελλάδα. Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της Ελλάδας, το οποίο πρέπει να εκμεταλλευτεί. Όχι για να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα στη γείτονα, αλλά για να προτάξει χείρα βοηθείας υπό όρους ευνοϊκούς.

Η Τουρκία αποτελεί μία χώρα σε μετάβαση, μία χώρα με την οποία η Ελλάδα είναι γεωγραφικά αναγκασμένη να συνυπάρξει και να συνεργαστεί. Παρά την κατά πολύ μακρύτερη χρονικά παρουσία των Ελλήνων στην ευρύτερη περιοχή, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι δύο λαοί μοιράζονται μία κοινή ιστορίκη πορεία γειτνίασης τουλάχιστον εννέα αιώνων. Πέρα από τις διαφορές, τα κατάλοιπα της ιστορικής μνήμης και τα εκατέρωθεν σύνδρομα κατωτερώτητας (προερχόμενα απο την μία μεριά από την οθωμανική κυριαρχία κι από την άλλη από το φθόνο της ευημερίας), οι δύο χώρες έχουν πολλά περισσότερα να κερδίσουν από τη συνεργασία, παρά από τη διαμάχη. Κι αυτή η λογική προϋποθέτει και απαιτεί ακόμα περισσότερες τομές από μία δυναμική ελληνική εξωτερική πολιτική.

Ένα στερεότυπο που ακούγεται διαρκώς ως το απόλυτο εμπόδιο προσέγγισης είναι ο εξέχων ρόλος του τουρκικού στρατού στο πολιτικό γίγνεσθαι της Τουρκίας, ρόλος που συνταγματικά του αναγνωρίζεται από τo θεσμό του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη επιφέρει ρωγμές σε αυτό το μιλιταριστικό οικοδόμημα, σε σημείο που να χαρακτηρίζεται ως σιωπηλή επανάσταση (θα τη χαρακτήριζα tacit insurgency by the incumbents), αυτός καθαυτός ο ρόλος του Τουρκικού Στρατού δεν πρέπει να αποτελεί απαγορευτικό στοιχείο για την προσέγγιση των δύο χωρών. Μία δυναμική αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού θα επέτασσε αφενός την αναγνώριση της ιδιαίτερης δομής της τουρκικής πολιτείας, αφετέρου την ανάπτυξη στενότερης συνεργασίας και απευθείας επικοινωνίας των δύο στρατιωτικών εθνικών επιτελείων. Η προώθηση κοινών στρατιωτικών γυμνασίων, η ανάπτυξη κοινών στρατιωτικών αποστολών σε διμερές επίπεδο υπό ενιαία διοίκηση, η διοργάνωση εκπαιδευτικών σεμιναρίων, καθώς και η τακτική συνάντηση στρατιωτικών αξιωματούχων για την ανταλλαγή απόψεων σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος αποτελούν προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση.

Η Ελλάδα έχει τις δυνατότητες να παίξει ακόμα περισσότερο ενεργό ρόλο στη διεθνή διπλωματική σκηνή και να προβάλλει ως η ήρεμη δύναμη των Βαλκανίων. Η απουσία Ελλήνων διπλωματών από τις κορυφαίες θέσεις διεθνών οργανισμών και διπλωματικών αποστολών, τόσο σε παγκόσμιο όσο δυστυχώσ και περιφερειακό επίπεδο, αποδεικνύει ότι η Ελλάδα δεν αξιοποιεί στο maximum τις δυνατότητες παρέμβασής της στο διεθνές γίγνεσθαι. Η πορεία προς μία νέα, δημιουργική ελληνική εξωτερική πολιτική περνά κι από την Άγκυρα.

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Ολυμπιακή Αεροπορία - Ένα χαμένο στοίχημα κερδήθηκε

Λόγω φόρτου εργασίας, δεν προλβαίνω να αναπτύξω το θέμα. Θα επανέλθω εντός εβδομάδος. Όμως αυτός καθαυτός ο τίτλος της ανάρτησης είναι ενδεικτικός. Μετά από πέντε χρόνια χαμηλών πτήσεων, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παράγει απτό έργο. Περίμενα την έγκριση από την Επιτροπή του σχεδίου ιδιωτικοποίησης πριν εκφραστώ. Τώρα σειρά έχει η προώθηση εθνικής στρατηγικής για την παιδεία και η καυτή πατάτα του ασφαλιστικού. Χαμένα είναι τα στοιχήματα που τα παρατάς. Εύσημα στον υπουργό Χατζηδάκη, ο οποίος με τη γνώση του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού, αλλά και των ειδικών γραφειοκρατικών μηχανισμών των Βρυξελλών, κατάφερε να φέρει εις πέρας ένα τολμηρό project, που πριν ένα μήνα φαινόταν να ναυαγεί.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Πρωτοφανής Αντισυνταγματικότητα

Σε ευθεία παράβαση με το πνεύμα αλλά και το κείμενο του Συντάγματος έρχεται η πρόταση του προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. να μη συναινέσει με την επανεκλογή του Κάρολου Παπούλια σε ένα χρόνο από τώρα στο ύπατο αξίωμα, να προκαλέσει εκλογές (επειδή η τωρινή δημοσκοπική συγκυρία φαίνεται να ευνοεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ.) και στη συνέχεια να ψηφίσει υπέρ του Κάρολου Παπούλια.

Θεωρώ ότι η κίνηση αυτή είναι εκτός κάθε λογικής σεβασμού των θεσμών, ευθεία προσβολή στο θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και εξευτελισμός του προσώπου του Κάρολου Παπούλια. Ενός πολιτικού που λάμπρυνε με την παρουσία του την εικόνα της Ελλάδος, που κράτησε αποστάσεις, που απέφυγε να εμπλακεί σε μικροκομματικά παιχνίδια, που επέδειξε ήθος και ύφος ελληνικό. Είναι βέβαιο ότι ο Πρόεδρος αποκλείεται να αποδεχθεί να επανεκλεγεί εκ των υστερών, συμπράττοντας σε μία αντισυνταγματική ανατροπή της κυβέρνησης. Και πραγματικά, αν το σενάριο αυτό ήθελε πραγματοποιηθεί, πιστεύω ότι θα υπήρχαν αρκετά καλά επιχειρήματα για την ακύρωση της εκλογής του ΠτΔ. Τουλάχιστον αν οι Έλληνες δικαστές επιδείκνυαν την ελαστικότητα και τον ορθολογισμό των Αμερικάνων συναδέλφων τους και δεν παρείχαν ακόμα μία φορά υπηρεσίες στην εκάστοτε κυβερνητική παράταξη.

Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. μπαίνει σε πολύ επικίνδυνη τροχιά με το να ζητά επίμονα εκλογές εδώ και τώρα και αδιαφορώντας για τον ευτελισμό των θεσμών στο βωμό πρόσκαιρων εκλογικών νικών. Είναι πράξη ύστατης πολιτικής ιταμότητας, δειλίας και καιροσκοπισμού. Η δημοκρατία μας ανέχεται τα φαινόμενα αυτά, αλλά είναι αβέβαιο αν μπορεί να βγει ατσαλάκωτη από μία τέτοια ενδεχόμενη έκπτωση κάθε μορφής πολιτικής ηθικής. Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν είχε δείξει τέτοια δείγματα. Και έχοντας την αμερικάνικη κουλτούρα, μου προκαλεί εντύπωση που δεν κοιτάζει προς Αμερική μεριά να δει πως χτίζεται η συνεργασία και η συμφιλίωση των αντίπαλων παρατάξεων και πως προτάσσεται αυτή η τακτική ως μόνη λύση για τα κοινά προβλήματα.

Μου κάνει εντύπωση που το θέμα αυτό δεν προβάλλεται αρκετά, αποσιωπάται δε πλήρως η ηθική του διάσταση. "Η τήρηση των προσχημάτων είναι σημαντική στην πολιτική" λέει ο Θουκιδίδης στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Αλλά όλοι κωφεύουν. Η δημοκρατία μας θα δοκιμαστεί από μία τέτοια πρωτοφανή καταστρατήγηση του συνταγματικού χάρτη, τριανταέξι έτη μετά την πτώση της δικτατορίας. Οι νεότερες γενιές μεγαλώσαμε με θέσφατα ιερά, με αυθεντίες, την πτώση των οποίων δεν τη διανοηθήκαμε, ούτε έχουμε σκεφτεί τις πιθανλες επιπλοκές της. Κάτι ανάλογο ισχύει για όλους τους Ευρωσκεπτικούς, που όντας χαλαροί σε θέματα εθνικής ασφαλείας,υποτιμούν τη σημσία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, θεωρώντας ότι ο πόλεμος είναι μία μακρινή ανάμνηση που δεν πρόκειται να μας ξαναεπισκεπτεί. Η ανυπαρξία έκθεσης στον κίνδυνο δεν αναιρεί την ύπαρξη του κινδύνου. Είναι χρέος των Ελλήνων να μην επιτρέψουν μία τέτοια συνταγματική εκτροπή.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

Καραμανλής και εξωτερική πολιτική

Βουκουρέστι και αυτόνομη ενεργειακή πολιτική - Ίσως αυτές οι δύο πτυχές της κυβερνητικής θητείας αποτελούν τα στοιχεία με θετικό πρόσημο που θα σημαδέψουν την πορεία του Κώστα Καραμανλή ως πρωθυπουργού της Ελλάδας. Στα αρνητικά μπορεί κανείςνα συμπεριλάβει πολλές άλλες αστοχίες. Κυρίως όμως ανεκπλήρωτες προσδοκίες.

Ας μείνουμε όμως στα θετικά: Το Βουκουρέστι ήταν η πρώτη φορά που ένας μικρός σύμμαχος στο ΝΑΤΟ θέτει βέτο στην είσοδο υποψήφιου Κράτους-Μέλους και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον ηγεμόνα της Συμμαχίας, τις ΗΠΑ. Στιγμή εθνικού χρέους, σχετικής υπερηφάνειας αλλά και απόδειξη διαιώνισης ενός χρονίζοντος προβλήματος. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτή η ελληνική αντίδραση δεν ήταν αναμενόμενη από τις ΗΠΑ και ήλθε από μία κυβέρνηση που η παράταξη που της στηρίζει ιστορικά χαρακτηρίζεται από φιλοαμερικανικά αισθήματα.

Ο δε σχεδιασμός μίας αυτόνομης από τις επιταγές των ΗΠΑ ενεργειακής πολιτικής, που άξονά της δεν έχει την απεξάρτηση της Ελλάδας από τους αγωγούς που ελέγχουν οι ΗΠΑ, αλλά αντίθετα την θωράκισή της και με εναλλακτικές λύσεις, αποδεικνύει ότι μία κυβέρνηση που μπορεί να αντιμετωπίζει τα πλείστα όσα προβλήματα στην αντιμετώπιση της κθημερινότητας, εντούτοις μπορεί να χαράσσει μακροπρόθεσμες στρατηγικές σε καίρια θέματα εθνικής ασφαλείας, όπως είναι η ενεργειακή πολιτική.

Στα εσωτερικά δυσκολεύομαι να βρω ένα τομέα που η κυβέρνηση να κατάφερε να περάσει κάποια σημαντική αλλαγή. Ο νόμος-πλαίσιο είναι μία καλή αρχή, αλλά όσο τα πανεπιστήμιά μας είναι αποκομμένα από διαδικασίες ελέγχου και αξιολόγησης και παραμένουν δέσμια συντεχνιακών λογικών (από κομματικά καθοδηγούμενες φασιστικές νεολαίες έως και ακαδημαϊκούς θιασώτες μίας επαρχιώτικης οικογενειοκρατίας πχ ιδέσθε οικογένια Χριστινάκη στη Θεολογική Σχολή των Αθηνών), η εκπαιδευτιή μεταρρύθμιση της κυβέρνησης θα είναι κενό γράμμα. Στην περικοπή των δημοσίων δαπανών, στον περιρισμό του ελλείμματος και στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η αποτυχία είναι παταγώδης. Και σίγουρα τα κενά αυτά υπερκαλύπτονταν τα πρώτα χρόνια απο την μείωση της ανεργίας, αλλά και την διατήρηση υψηλού ρυθμού ανάπτυξης, όμως από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και έκτοτε, τα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας ξεγυμνώνουν την ανυπαρξία μακρόπνοου σχεδίου για την οικονομία. Μου κάνει εντύπωση που δεν μπορούμε να αντιγράψουμε μία έξυπνη ιδέα που ακολουθούν οι ΗΠΑ αυτό τον καιρό: να προκηρυχθούν μαζικά έργα υποδομής (ανάπτυξη νέων σχολικών μονάδων, ολοκλήρωση των μεγάλων εθνικών οδικών δικτύων, νέες σιδηρογραμμές, σιδηρόδρομος Κρήτης, βελτίωση νοσοκομείων) με σύμπραξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα με γενικό κάλεσμα στο ελληνικό κεφάλαιο να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία και να του δωθούν ευνοϊκότεροι όροι στην εκμετάλευση των έργων. Οι ΗΠΑ υπολογίζουν ότι με τη τόνωση των δημοσίων επενδύσεων θα διατηρήσουν ένα ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης, ενω υπολογίζουν ότι θα απορροφήσουν κι ένα 25% της πρόσθετα δημιουργηθείσας ανεργίας.

Ο Καραμανλής όπως έχω γράψει και παλαιότερα πρέπει να δημιουργήσει ένα κατάλληλο κλίμα για την ομαλή μετάβαση της εξουσίας στο ΠΑΣΟΚ, να διατυπώσει ένα αξιόπιστο λόγο συνεργασίας αν του ζητηθεί, να κυβερνήσει ως το τέλος τη θητείας του με γνώμονα το συμφέρον της χώρας, αλλά και τηνυστεροφημία του. Ο Σημίτης με την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ κέρδισε μία θέση στην ιστορία. Ο Καραμανλής απλά με όχημα τις προαναφερθείσες πτυχές εξωτερικής πολιτικής, είναι αμφίβολο αν θα καταφέρει κάτι ανάλογο...

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

Αποχαιρετισμός στην Ελλάδα

Αποχαιρετισμός στην Ελλάδα

Tου Σαϊμον Γκας*

Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο
τη μέρα τ’ όνομα τον τόπο
και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.
Γιώργος Σεφέρης
Γυμνοπαιδία – Σαντορίνη

Σε λίγες μέρες η γυναίκα μου κι εγώ αφήνουμε την Αθήνα ύστερα από οκτώ ευτυχισμένα χρόνια στη χώρα σας – πρώτα στη δεκαετία του ’80 και για δεύτερη φορά αυτά τα τελευταία χρόνια. Η Ελλάδα ήταν καλή μαζί μας. Μας χάρισε τον πρώτο μας γιο, που γεννήθηκε εδώ πριν από 23 χρόνια. Μας χάρισε πολλούς φίλους. Μας χάρισε πολλές στιγμές ευτυχίας. Και ποτέ, μα ποτέ δεν μας άφησε να πλήξουμε.

Η Ελλάδα και οι Ελληνες ασκούν έντονη επίδραση στους ξένους. Ο Βρετανός συγγραφέας Lawrence Durrell έγραψε: «Αλλες χώρες μπορούν να σε κάνουν να ανακαλύψεις έθιμα ή παραδόσεις ή τοπία. Η Ελλάδα σου προσφέρει κάτι πιο σκληρό: την ανακάλυψη του εαυτού σου». Στην Ελλάδα εμείς οι Βορειοευρωπαίοι αφήνουμε πίσω μας λίγη απ’ την ψυχραιμία και την επιφυλακτικότητά μας και γινόμαστε πιο εξωστρεφείς, αναζητάμε πιο πολύ τη συντροφιά των άλλων ανθρώπων. Δεν εκπλήσσομαι που η λέξη privacy δεν μεταφράζεται ακριβώς στα Ελληνικά. Αλλά, πάλι, ούτε η λέξη παρέα μεταφράζεται στα Αγγλικά.

Η Ελλάδα άναψε τον πόθο του ταξιδιού σε γενιές και γενιές Βρετανών, και η Μαριάν κι εγώ προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε τα βήματά τους. Η μυρωδία του καπνού του ξύλου που καίγεται ένα φθινοπωρινό απόγευμα στην Ηπειρο, τα λιβάδια με τ’ αγριολούλουδα στην Πελοπόννησο την άνοιξη, τα κρυστάλλινα γαλανά νερά του Ιονίου το καλοκαίρι είναι μερικές από τις αναμνήσεις που θα πάρουμε μαζί μας φεύγοντας.

Οι Ζουλού λένε ότι οι άνθρωποι είναι άνθρωποι μέσα από άλλους ανθρώπους. Η Ελλάδα δεν θα σήμαινε τόσα πολλά για μας αν δεν υπήρχαν οι άνθρωποι που γνωρίσαμε εδώ. Η γιαγιά που μας φίλεψε ροδάκινα απ’ το καλάθι της όταν χάλασε το αυτοκίνητο της παρέας μας, στη Θεσσαλία το 1975. Το ζευγάρι που μας παραχώρησε το διαμέρισμά του, παρόλο που μόλις μας είχε συναντήσει, στο Ρέθυμνο το 1984. Ο ταξιτζής στη Χίο, το 1992, που όταν ο γιος μου ο Κρίστοφερ ζαλισμένος από το ταξίδι έκανε εμετό κι έκανε χάλια και το ταξί και τον ίδιο, αυτός ανησυχούσε μόνο αν ήταν εντάξει το παιδί. Θα μας λείψουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι στην Ελλάδα, που μας έδωσαν τη φιλία τους και τη συντροφιά τους.

Θα θέλαμε επίσης, η Μαριάν κι εγώ, να ευχαριστήσουμε όλους αυτούς που ήταν τόσο επιεικείς και συγχωρητικοί όσο εμείς κατακρεουργούσαμε την ελληνική γλώσσα. Θέλω να ζητήσω ιδιαιτέρως συγγνώμη από μια κυρία που γνώρισα σε μια δεξίωση πριν από λίγα χρόνια. Τη ρώτησα τι δουλειά έκανε ο άντρας της. Μου απάντησε ότι ήταν γεωπόνος. Δυστυχώς, μπέρδεψα τη λέξη γεωπόνος με τη λέξη Γιαπωνέζος. Καθώς η συζήτηση προχωρούσε, διαπίστωσα με έκπληξη ότι δεν ήξερε σχεδόν τίποτε για την Ιαπωνία. Και καθώς επέμενα με τις ερωτήσεις μου για τον ιαπωνικό πολιτισμό, έβλεπα σιγά σιγά τον πανικό να φουντώνει στα μάτια της.

Θα ήθελα ακόμη να ζητήσω συγγνώμη κι από τον προβεβλημένο εκείνον υπουργό, που παρέμεινε ατάραχος όταν τον ρώτησα πώς σκόπευε να αντιμετωπίσει όλες τις προσκλήσεις και όχι τις προκλήσεις του τομέα ευθύνης του. Τώρα ήρθε ο καιρός να πάμε σε μιαν άλλη χώρα. Χαιρόμαστε με την προοπτική των νέων εμπειριών, των νέων ενδιαφερόντων που πάντα φέρνει ένα νέο διπλωματικό πόστο. Οπως λέει κι ο ποιητής:

«Πολλά τα καλοκαιρινά πρωινά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένες πρωτοϊδωμένους»
Aλλά, δεν θα είναι Ελλάδα.

Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι ότι θα επιστρέψουμε. Δεν νομίζουμε ότι η Ελλάδα μας έχει δώσει ακόμη την άδεια να την εγκαταλείψουμε οριστικά. Και όταν επιστρέψουμε δεν θα το κάνουμε μόνο για τους ανθρώπους ή για το τοπίο, αλλά και γιατί η Ελλάδα είναι μια χώρα που θαυμάζουμε για πάρα πολλά πράγματα.

Αλλά αυτό που ιδιαίτερα θαυμάζουμε εδώ είναι η σημασία που δίνουν οι Ελληνες στους οικογενειακούς δεσμούς και τη φιλία, την επιμονή σας να χαίρεστε τη ζωή, την ανοιχτόκαρδη διάθεσή σας, τη γενναιοδωρία σας και την αίσθηση αξιοπρέπειας και ευπρέπειας. Το ταλέντο των Ελλήνων ξεχειλίζει σε κάθε τομέα, από τις καλές τέχνες ώς τον κάθε χώρο δουλειάς και δημιουργίας. Ενα από τα προνόμια που είχα ως πρέσβης στην Ελλάδα ήταν η ευκαιρία που μου έδωσε να συναντήσω τόσους προικισμένους, ζωντανούς ανθρώπους από φοιτητές μέχρι δισεκατομμυριούχους.

Ομολογώ ότι ακόμη και τώρα, μετά οκτώ χρόνια στην Ελλάδα, υπάρχουν ακόμη μερικά πράγματα που δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω την ελληνική μανία να βουτάνε όλοι στη θάλασσα κάθε φορά που η θερμοκρασία ανεβαίνει πάνω από τους δέκα βαθμούς. Εγώ μεγάλωσα σε μια χώρα που η θάλασσα ήταν κρύα και γκρίζα και, γενικώς, έπρεπε να αποφεύγεται. Δεν καταλαβαίνω γιατί τα κινητά είναι τόσο δημοφιλή, ενώ τόσες και τόσες Ελληνίδες σε διακοπές έχουν τη συνήθεια να φωνάζουν τόσο δυνατά και σε τόσο ψηλές νότες ώστε οι φωνές τους να σκίζουν τον αιθέρα και λόγγοι και ραχούλες να αντηχούν «έλα Τούλααα…». Θαυμάζουμε το πάθος των Ελλήνων για προσωπική ελευθερία και ελευθερία του λόγου. Ακόμη δεν έχω καταλάβει τα παραθυράκια στην τηλεόραση. Πώς καταλαβαίνει ο ένας τι λέει ο άλλος όταν όλοι μιλούν ταυτόχρονα; Ο στρατηγός Ντε Γκολ αναρωτήθηκε κάποτε πώς είναι δυνατόν να κυβερνήσει κανείς μια χώρα που παράγει 246 διαφορετικά είδη τυριών. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να κυβερνήσει κανείς μια χώρα που έχει σχεδόν τόσους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς όσα τυριά έχει η Γαλλία. Αυτό που καταλαβαίνω και ξέρω καλά είναι ότι η Μαριάν και εγώ αισθανόμαστε τεράστια τρυφερότητα, ευγνωμοσύνη και θαυμασμό για μια χώρα που μας φέρθηκε τόσο καλά.
Σ’ ευχαριστώ, Ελλάδα.

* Ο κ. Σάιμον Γκας είναι απερχόμενος πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα.