Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Τουρκία: Ανάγκη Υπέρβασης των εναπομεινάντων συνδρόμων

Με περισσή καχυποψία και λαϊκίστικη αγανάκτηση αντιμετώπισαν τα ελληνικά Μ.Μ.Ε. την απόφαση του Προέδρου Ομπάμα να επισκεπτεί τη γείτονα χώρα. Παρά τα πολλά ανεπιτυχή σχόλια, φαίνεται πλέον για πρώτη φορά να γίνεται κατανοητό ότι οι προτεραιότητες των ΗΠΑ στην περιοχή επιτάσσουν την εκ μέρους τους πρόκριση ισχυρών δεσμών με τη Τουρκία.

Η εξέλιξη αυτή αφενός δεν έρχεται κατ' ανάγκη σε ευθεία αντίθεση με τα ελληνικά συμφέροντα, αφετέρου δεν αποτελεί μία πραγματικότητα την οποία η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτρέψει. Στο κλασικό σχολικό χάρτη της Ελλάδας, που αυθόρμητα μας έρχεται στο νου όταν σκεφτόμαστε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αποτυπώνεται μόνο το δυτικό μέρος της Τουρκικής επικράτειας που συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Όμως η Τουρκία συνορεύει με ακόμα έξι χώρες. Συρία, Ιράκ, Ιράν, Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία και Γεωργία, όλες χώρες με ιδιαίτερη σημασία η καθεμιά για τις ΗΠΑ. Παράλληλα, η Τουρκία ασκεί εξέχουσα πολιτιστική επιρροή στις χώρες της Κεντρικής Ασίας, που κατοικούνται σε μεγάλο βαθμό από τουρκογενείς πληθυσμούς. Σαν μέγεθος στις διεθνείς σχέσεις, η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Τουρκία. Ακόμα και σε οικονομικό επίπεδο, η Τουρκία αποτελεί μία πολύ μεγαλύτερη αγορά, με αρκετά περιθώρια ανάπτυξης και φτηνά εργατικά χέρια. Οι προσπάθεις μάλιστα εξορθολογισμού του εταιρικού δικαίου της καλλιεργούν το κατάλληλο κλίμα για μακροπρόθεσμες ξένες επενδύσεις. Όλα τα παραπάνω, συνοπτικά και εξαπλουστευτικά ειπωμένα, αρκούν για ένα μέσο νου να συνειδητοποιήσει ότι η Τουρκία αποτελεί για τις ΗΠΑ ένα βασικό εταίρο, άλλης κλίμακας σε σχέση με την Ελλάδα.

Αυτό δε σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί για τις ΗΠΑ στρατηγικό εταίρο, με τον οποίο διατηρεί μακροχρόνιες σχέσεις φιλίας και συμμαχίας. Τουναντίον, εξαιτίας της ιδιάζουσας δυναμικής της γείτονος, η Ελλάδα αποκτά πρόσθετη αξία στις διεθνείς σχέσεις, θα έχει δε αρκετές ευκαιρίες να αξιοποιήσει αυτή της τη θέση και να καρπωθεί τα οφέλη. Αρκεί να μη μείνει προσδεδεμένη σε ιδέες και στερεότυπα περασμένων αιώνων και να υπερβεί τα όποια εναπομείναντα σύνδρομα ραγιαδισμού. Η στροφή της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας τη δεκαετία του 1990 σε μία λογική προσέγγισης με τη Τουρκία και ανάπτυξης ισχυρών δεσμών μεταξύ των δύο λαών αποτελεί μία πολιτική απόφαση ρεαλιστικής, δυναμικής και θετικής αντιμετώπισης των προβλημάτων των δύο χωρών και δεν θα πρέπει να θεωρείται ως ένδειξη υποχωρητικότητας. Αυτό που διακυβεύεται στις σχέσεις μας με τη Τουρκία δεν είναι η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η ελληνικότητα της Θράκης. Είναι η δυνατότητα της χώρας μας να ακούγεται με σοβαρότητα και υπευθυνότητα στα διεθνή fora και η προοπτική ανάληψης ηγετικού ρόλου στα Βαλκάνια. Η επιμονή ακραίων φωνών σε ένα εθνικό φαντασιακό στο οποίο δεσπόζει ο εξ' ανατολάς εχθρός είναι ακόμα μία ένδειξη ότι η λογική της εξομάλυνσης είναι μονόδρομος. Η συγκρουσιακή σχέση του νεοελληνικού κράτους με τη Τουρκία αποτέλεσε μία ιστορική αναγκαιότητα μέχρι και τη Συνθήκη της Λωζάννης. Έκτοτε και με την ανταλλαγή των πληθυσμών που συνέβαλαν τα μέγιστα στην εμπέδωση της κρατικής κυριαρχίας στα όρια της ελληνικής επικράτειας, εξέλειπαν οι συνθήκες εκείνες που επέβαλλαν την λογική της αντιπαλότητας. Η Τουρκία, παρά τη δεδομένη εμβέλειά της και την ιδιαίτερη σημασία που της προσδίδει η ιδιότητά της ως η μεγαλύτερη μουσουλμανική χώρα που συμμετέχει σε ευρωπαϊκές δομές, εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στα νότιανατολικά σύνορά της, όπου για διαφορετικούς λόγους (διαχείριση υδάτινων πόρων, κουρδικός πληθυσμός, δίοδος λαθρομεταναστών, διεθνείς δρόμοι εμπορίας ναρκωτικών και μετακίνησης τρομοκρατών) η ειρηνική συνύπαρξή της με τη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν φαίνεται να είναι πολύ λιγότερο δεδομένη σε σχέση με την Ελλάδα. Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της Ελλάδας, το οποίο πρέπει να εκμεταλλευτεί. Όχι για να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα στη γείτονα, αλλά για να προτάξει χείρα βοηθείας υπό όρους ευνοϊκούς.

Η Τουρκία αποτελεί μία χώρα σε μετάβαση, μία χώρα με την οποία η Ελλάδα είναι γεωγραφικά αναγκασμένη να συνυπάρξει και να συνεργαστεί. Παρά την κατά πολύ μακρύτερη χρονικά παρουσία των Ελλήνων στην ευρύτερη περιοχή, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι δύο λαοί μοιράζονται μία κοινή ιστορίκη πορεία γειτνίασης τουλάχιστον εννέα αιώνων. Πέρα από τις διαφορές, τα κατάλοιπα της ιστορικής μνήμης και τα εκατέρωθεν σύνδρομα κατωτερώτητας (προερχόμενα απο την μία μεριά από την οθωμανική κυριαρχία κι από την άλλη από το φθόνο της ευημερίας), οι δύο χώρες έχουν πολλά περισσότερα να κερδίσουν από τη συνεργασία, παρά από τη διαμάχη. Κι αυτή η λογική προϋποθέτει και απαιτεί ακόμα περισσότερες τομές από μία δυναμική ελληνική εξωτερική πολιτική.

Ένα στερεότυπο που ακούγεται διαρκώς ως το απόλυτο εμπόδιο προσέγγισης είναι ο εξέχων ρόλος του τουρκικού στρατού στο πολιτικό γίγνεσθαι της Τουρκίας, ρόλος που συνταγματικά του αναγνωρίζεται από τo θεσμό του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη επιφέρει ρωγμές σε αυτό το μιλιταριστικό οικοδόμημα, σε σημείο που να χαρακτηρίζεται ως σιωπηλή επανάσταση (θα τη χαρακτήριζα tacit insurgency by the incumbents), αυτός καθαυτός ο ρόλος του Τουρκικού Στρατού δεν πρέπει να αποτελεί απαγορευτικό στοιχείο για την προσέγγιση των δύο χωρών. Μία δυναμική αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού θα επέτασσε αφενός την αναγνώριση της ιδιαίτερης δομής της τουρκικής πολιτείας, αφετέρου την ανάπτυξη στενότερης συνεργασίας και απευθείας επικοινωνίας των δύο στρατιωτικών εθνικών επιτελείων. Η προώθηση κοινών στρατιωτικών γυμνασίων, η ανάπτυξη κοινών στρατιωτικών αποστολών σε διμερές επίπεδο υπό ενιαία διοίκηση, η διοργάνωση εκπαιδευτικών σεμιναρίων, καθώς και η τακτική συνάντηση στρατιωτικών αξιωματούχων για την ανταλλαγή απόψεων σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος αποτελούν προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση.

Η Ελλάδα έχει τις δυνατότητες να παίξει ακόμα περισσότερο ενεργό ρόλο στη διεθνή διπλωματική σκηνή και να προβάλλει ως η ήρεμη δύναμη των Βαλκανίων. Η απουσία Ελλήνων διπλωματών από τις κορυφαίες θέσεις διεθνών οργανισμών και διπλωματικών αποστολών, τόσο σε παγκόσμιο όσο δυστυχώσ και περιφερειακό επίπεδο, αποδεικνύει ότι η Ελλάδα δεν αξιοποιεί στο maximum τις δυνατότητες παρέμβασής της στο διεθνές γίγνεσθαι. Η πορεία προς μία νέα, δημιουργική ελληνική εξωτερική πολιτική περνά κι από την Άγκυρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου